-
1 κρημνοβάτης
2 rope-dancer, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κρημνοβάτης
См. также в других словарях:
κεροβάτης — (και κεραβάτης, ου, ὁ (Α) 1. αυτός που έχει πόδια από κεράτινη ύλη, που έχει πόδια με οπλές και χηλές («κεροβάτας Πᾱν», Αριστοφ.) 2. (κατά τον Σχολ.) αυτός που βαδίζει στις κορυφές τών βουνών 3. (κατά την άποψη μερικών αρχ. γραμματικών) αυτός που … Dictionary of Greek