-
1 νυκτιβάτης
A walking by night, Lyr.Alex. Adesp.19.7.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νυκτιβάτης
См. также в других словарях:
νυκτοβάτης — ο, θηλ. ις και ισσα (Α νυκτοβάτης και νυκτιβάτης και δωρ. τ. νυκτιβάτας) αυτός που σηκώνεται και περπατά τη νύχτα, ενώ είναι κοιμισμένος, ο υπνοβάτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < νύξ, νυκτός + βάτης (< βαίνω), πρβλ. υπνο βάτης. Ο τ. νυκτιβάτης < νυκτι… … Dictionary of Greek