Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

κρημνό-ᾱς

См. также в других словарях:

  • кре́мний — я, м. Химический элемент, входящий в состав большинства горных пород. [От греч. κρημνος утес, скала] …   Малый академический словарь

  • κεροβάτης — (και κεραβάτης, ου, ὁ (Α) 1. αυτός που έχει πόδια από κεράτινη ύλη, που έχει πόδια με οπλές και χηλές («κεροβάτας Πᾱν», Αριστοφ.) 2. (κατά τον Σχολ.) αυτός που βαδίζει στις κορυφές τών βουνών 3. (κατά την άποψη μερικών αρχ. γραμματικών) αυτός που …   Dictionary of Greek

  • κουέστα — Όρος της γεωμορφολογίας που στα ισπανικά σημαίνει τη βραχώδη προεξοχή. Δηλώνει μια ιδιαίτερη μορφή αναγλύφου, που παρουσιάζει αντίθεση όψεων· από τη μία κλιτύ κατεβαίνει απαλά, ενώ από την άλλη παρουσιάζει ένα πολύ απότομο (σχεδόν κάθετο) πρανές …   Dictionary of Greek

  • ομοκλινής — ές (Α ὁμοκλινής, ές) νεοελλ. φρ. α) «ομοκλινής δομή» γεωλ. σειρά γεωλογογικών στρωμάτων τα οποία κλίνουν προς μία κατεύθυνση υπό σταθερή γωνία β) «ομοκλινής ράχη» (γεωμορφ.) γεωμορφή που χαρακτηρίζεται από έναν κρημνό ή μέτωπο στη μία πλευρά και… …   Dictionary of Greek

  • οσχεοπλαστική — η ιατρ. α) η χρησιμοποίηση τού δέρματος τού οσχέου σε πλαστικές επεμβάσεις στην ουρήθρα κ.α. β) η κάλυψη ελλείμματος τού οσχέου σε περίπτωση εξαίρεσής του, συνήθως με μισχωτό κρημνό από τον μηρό …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»