-
1 κρημνοβάτης
2 rope-dancer, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κρημνοβάτης
-
2 κρημνόγραφος
κρημνό-γρᾰφος, ον,A written in rugged style, uncouth, ῥήματα Tz.ad Hes.Op.p.9 G. [full] κρημνο-κοπέω, boast, indulge in 'tall talk', Phot., Suid.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κρημνόγραφος
-
3 κρημνοβατέω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κρημνοβατέω
-
4 κρημνοποιός
κρημνο-ποιός, όν,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κρημνοποιός
-
5 κρημνός
Grammatical information: m.Meaning: `overhanging bank' (Il.).Compounds: Often as 2. member, e.g. ἀπό-κρημνος `inclined, steep' (IA.), βαθύ-κρημνος `with steep inclination' (Pi.); extens. Strömberg Greek Preflx Studies 34 ff.; rarely as 1. member, e.g. κρημνο-φοβέομαι `be afraid of inclinations' (Hp.).Derivatives: κρημνώδης `slanting' (Th.); ( κατα- etc.) κρημνίζω `have a strong inclination' (Att. etc.), with - ισμός, - ισις (late).Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Traditionally considered as an old verbal noun to κρεμάννυμι (s. v.) with ablaut κρημ-: κρεμα-; but this is impossible if the root was * kremh₂- (zero grade *kr̥mh₂- would give *κραμα-). DELG notes that the ē is proven by Pindar, which makes the case even worse: with h₂ we can never get ē. This recalls that there is no evidence for this root outside Greek. This reminds us that there is no explanation of κρίμνημι. Was there an old adj. *κριμνος `slanting'? Or was κρίμνημι just due to κίρνημι? The present κρήμνημι is rather influenced by κρημνός than the other way round. So the form is unexplained.Page in Frisk: 2,15-15Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κρημνός
См. также в других словарях:
кре́мний — я, м. Химический элемент, входящий в состав большинства горных пород. [От греч. κρημνος утес, скала] … Малый академический словарь
κεροβάτης — (και κεραβάτης, ου, ὁ (Α) 1. αυτός που έχει πόδια από κεράτινη ύλη, που έχει πόδια με οπλές και χηλές («κεροβάτας Πᾱν», Αριστοφ.) 2. (κατά τον Σχολ.) αυτός που βαδίζει στις κορυφές τών βουνών 3. (κατά την άποψη μερικών αρχ. γραμματικών) αυτός που … Dictionary of Greek
κουέστα — Όρος της γεωμορφολογίας που στα ισπανικά σημαίνει τη βραχώδη προεξοχή. Δηλώνει μια ιδιαίτερη μορφή αναγλύφου, που παρουσιάζει αντίθεση όψεων· από τη μία κλιτύ κατεβαίνει απαλά, ενώ από την άλλη παρουσιάζει ένα πολύ απότομο (σχεδόν κάθετο) πρανές … Dictionary of Greek
ομοκλινής — ές (Α ὁμοκλινής, ές) νεοελλ. φρ. α) «ομοκλινής δομή» γεωλ. σειρά γεωλογογικών στρωμάτων τα οποία κλίνουν προς μία κατεύθυνση υπό σταθερή γωνία β) «ομοκλινής ράχη» (γεωμορφ.) γεωμορφή που χαρακτηρίζεται από έναν κρημνό ή μέτωπο στη μία πλευρά και… … Dictionary of Greek
οσχεοπλαστική — η ιατρ. α) η χρησιμοποίηση τού δέρματος τού οσχέου σε πλαστικές επεμβάσεις στην ουρήθρα κ.α. β) η κάλυψη ελλείμματος τού οσχέου σε περίπτωση εξαίρεσής του, συνήθως με μισχωτό κρημνό από τον μηρό … Dictionary of Greek