-
1 καρκινοβάτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καρκινοβάτης
См. также в других словарях:
νευροβάτης — νευροβάτης, ὁ (ΑΜ) αυτός που βαδίζει πάνω στο σχοινί, σχοινοβάτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεῦρον + βάτης (< βαίνω), πρβλ. ιχνο βάτης, καρκινο βάτης] … Dictionary of Greek
νωτοβατώ — νωτοβατῶ, έω (Α) 1. (για την οχεία τών ζώων) επιβαίνω στα νώτα, στη ράχη, καβαλικεύω 2. περνώ πάνω από τα νώτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νῶτον + βατῶ (< βάτης < βαίνω), πρβλ. καρκινο βατώ] … Dictionary of Greek