-
1 λαλοβαρυπαραμελορυθμοβάτης
A heavygoing discordant talker, Com.word in Pratin.Lyr.1.13 (s.v.l.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λαλοβαρυπαραμελορυθμοβάτης
См. также в других словарях:
λαλο-βαρυ-παρα-μελο-ρυθμο-βάτης — λαλο βαρυ παρα μελο ρυθμο βάτης, δωρ. ας, ὁ (Α) (κωμ. λ.) αυτός που μιλά φλύαρα και παράφωνα, χωρίς ρυθμό και μέλος. [ΕΤΥΜΟΛ. «Επ ευκαιρία σύνθετο» τής κωμικής γλώσσας πλασμένο από την παράταξη τών λ. λάλος + βαρύς + παρά + μέλος + ρυθμός + βάτης … Dictionary of Greek