Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

λᾰλό-ᾱς

См. также в других словарях:

  • λαλο-βαρυ-παρα-μελο-ρυθμο-βάτης — λαλο βαρυ παρα μελο ρυθμο βάτης, δωρ. ας, ὁ (Α) (κωμ. λ.) αυτός που μιλά φλύαρα και παράφωνα, χωρίς ρυθμό και μέλος. [ΕΤΥΜΟΛ. «Επ ευκαιρία σύνθετο» τής κωμικής γλώσσας πλασμένο από την παράταξη τών λ. λάλος + βαρύς + παρά + μέλος + ρυθμός + βάτης …   Dictionary of Greek

  • Λαλό, Εντουάρ — (Édouard Lalo, Λιλ 1823 – Παρίσι 1892). Γάλλος συνθέτης. Σπούδασε στα ωδεία της Λιλ και του Παρισιού. Αρχικά αναδείχθηκε ως βιολονίστας και μόνο αργότερα αναγνωρίστηκε ως συνθέτης. Η φήμη του Λ. συνδέεται βασικά με την Ισπανική συμφωνία (1873)… …   Dictionary of Greek

  • Λαλό, Σαρλ — (Charles Lalo, Περιγκέ 1877 – Παρίσι 1953). Γάλλος αισθητικός και πανεπιστημιακός. Το 1933 ανέλαβε την έδρα της αισθητικής στη Σορβόνη. Υπήρξε κύριος εκπρόσωπος της λεγόμενης κοινωνιολογικής αισθητικής και ανέπτυξε μια αρμονική θεωρία της τέχνης… …   Dictionary of Greek

  • Echolalie — Écholalie Une écholalie est une tendance spontanée à répéter systématiquement tout ou une partie des phrases, habituellement de l interlocuteur, en guise de réponse verbale. Le mot a une origine grecque : Écho (εχο) (nymphe qui a donné son… …   Wikipédia en Français

  • Écholalie — Une écholalie est une tendance spontanée à répéter systématiquement tout ou une partie des phrases, habituellement de l interlocuteur, en guise de réponse verbale. L étymologie du terme provient du grec écho (εχο) écho ou répéter [1] et lalie… …   Wikipédia en Français

  • λάλος — ο (AM λάλος, ον, Α ποιητ. τ. λαλιός, ά, όν και λαλόεις, εσσα, εν) 1. φλύαρος, πολυλογάς, πολύ ομιλητικός («ἵνα μὴ φαίνωμαι βαρὺς τῷ κράτει σου καὶ λάλος», Πρόδρ.) 2. αυτός που θορυβεί, που παράγει μονότονο ήχο, θορυβώδης, ηχηρός («το λάλο… …   Dictionary of Greek

  • τέττιξ — ο, ΝΜΑ λόγια, σήμερα, ονομασία τού τζιτζικιού αρχ. 1. χρυσό κόσμημα τών μαλλιών, καρφίδα ή περόνη, το οποίο είχε ως κεφαλή τέττιγα από χρυσό και το οποίο φορούσαν αρχικά οι πριν από τον Σόλωνα Αθηναίοι ως ένδειξη ότι ήταν αυτόχθονες και αργότερα… …   Dictionary of Greek

  • Ντικά, Πολ — (Paul Dukas, Παρίσι 1865 – 1935). Γάλλος συνθέτης. Σπούδασε στο Ωδείο του Παρισιού με δάσκαλο τον Ερνέστ Γκιρό. Το 1888 τιμήθηκε με το πρώτο βραβείο αντίστιξης και φούγκας και με το δεύτερο Βραβείο της Ρώμης για την καντάτα του Velleda. Πνεύμα… …   Dictionary of Greek

  • Παπαλεξάνδρου, Κωνσταντίνος — (1891 – 1978). Έλληνας δημοσιογράφος από την Αργαλαστή Βόλου. Σπούδασε ιατρική, αλλά από το 1915 ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία και συνεργάστηκε ως συντάκτης, χρονογράφος, αρχισυντάκτης και διευθυντής με πολλές αθηναϊκές εφημερίδες. Διετέλεσε… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»