-
1 εμπίμπλημι
-
2 ἐμπίμπλημι
-
3 ἐμπίμπλημι
Aἐμπιπλεῖς Hp.Morb.2.14
, part. - πιπλῶν ib.12; [ per.] 3sg.ἐμπιπλέει Hdt.7.39
(with vv.ll. -πιπλεῖ, -πιπλᾷ): [ per.] 1sg. [tense] impf.ἐνεπίμπλων D.C.68.31
: [tense] fut. : [tense] aor. ἐνέπλησα, [dialect] Ep.subj.ἐνιπλήσῃς Od.19.117
: [tense] pf. ἐμπέπληκα (v. infr.):— fill quite full,ἐν ὦν ἔπλησαν τοῦ νεκροῦ τὴν κοιλίην Hdt.2.87
; τὸ πεδίον, τὴν ὁδόν, X. HG7.1.20, 2.4.11.2 c. gen., fill full of a thing,ἐμπίπληθι ῥέεθρα ὕδατος Il.21.311
, etc.;δέπας ὕδατος Od.9.209
; [ἵππον] ἀνδρῶν ἐμπλήσας 8.495
;μὴ.. θυμὸν ἐνιπλήσῃς ὀδυνάων 19.117
;ἐ. [τὰ θυλάκια] τῆς ψάμμου Hdt.3.105
, cf.4.72, 5.114; τοὺς κοφίνους.. ἐμπίμπλη (imper.) ;ἐ. ἵππων τὸν ἱππόδρομον X.Eq.Mag.3.10
: metaph.,τὴν ψυχὴν ἔρωτος Pl.Phdr. 255d
;τινὰ ἐλπίδων κενῶν Aeschin. 1.171
.b metaph.,ἐ. τινὰ μύθων E.Hel. 769
;τοῦ πολεμεῖν Isoc.9.63
; ;ἐρώτων.. ἐμπίμπλησιν ἡμᾶς Id.Phd. 66c
;ἐμπιμπλὰς ἁπάντων τὴν γνώμην X.An.1.7.8
.II [voice] Med. (with [tense] aor. [voice] Pass.),ἐμπίμπλαμαι E. Ion 925
;ἐμπιμπλάμενος Cratin.142
, Pherecr.80, Epicur.Nat.117G.: [tense] impf.ἐνεπιμπλάμην X.An.7.7.46
, Aeschin.3.230, etc.: later [ per.] 3pl.ἐνεπιμπλῶντο D.S.34
/5.2.29:— fill for oneself or what is one's own,ἐμπλήσατο νηδύν Od.9.296
; μένεος ἐμπλήσατο θυμόν he filled his heart with rage, Il.22.312; θαλέων ἐμπλησάμενος κῆρ ib. 504; τὸ ἄγγος τοῦ ὕδατος ἐ. Hdt.5.12.2 abs., eat oneself full, eat one's fill,ἐνιπλησθῆναι ἀνώγει Od.7.221
, cf. Hdt.8.117, Ar.V. 911, X.Mem.1.3.6, etc.: metaph., ἐπειδὴ τάχιστα ἐνέπληντο ( ἐνεπέπληντο codd.) Lys.28.6.III [voice] Pass., [tense] aor.1 ἐνεπλήσθην (v. infr.): [tense] aor. 2 , 1304, prob. in Lys. 28.6; opt. ἐμπλῄμην (v. infr.): [tense] plpf. ἐνεπεπλήμην f.l. in Lys. l.c., lateἐμπέπληστο Max.Tyr.18.7
;ἐνέπλησθεν δέ οἱ.. αἵματος ὀφθαλμοί Il.16.348
;δακρύων τὰ ὄμματα X.Cyr.5.5.10
;ἔμπληντο βροτῶν ἀγοραί Od.8.16
;πόλις δ' ἔμπλητο ἀλέντων Il.21.607
;ἐνέπλητο πολλῶν κἀγαθῶν Ar.V. 1304
; φακῆς ἐμπλήμενος ib. 984, cf.Ec.56: metaph., υἷος ἐνιπλησθῆναι.. ὀφθαλμοῖσιν to take my fill of my son with my eyes, i.e. to sate myself with looking on him, Od.11.452; ;πλεονεξίας ἐμπίμπλασθαι Pl.Criti. 121b
.2 c. dat., ἀμπελίνῳ καρπῷ ἐ. to be filled with.., Hdt.1.212;ἐμπιπλάμενοι πυριάτῃ Cratin.142
;ἐμπίπλαται.. αἵματι ὁ βωμός Paus.3.16.10
.3 c. part., , cf. Ion 925;βάλλων.. οὐκ ἂν ἐμπλῄμην Ar.Ach. 236
;οὐκ ἐνεπίμπλασο ὑπισχνούμενος X.An.7.7.46
; ἔμπλησο λέγων speak thy fill, Ar.V. 603.—The two last constructions are post-Homeric. (Freq. written - πίπλ-, but the evidence of the best codd. of [dialect] Att. writers is in favour of - πίμπλ-.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐμπίμπλημι
-
4 πίμπλημι
+ V 16-17-35-36-12=116 Gn 6,11.13; 21,19; 24,16; 26,15A: to fill [τι] Gn 24,16; to fill sth with sth [τί τινος] Gn 21,19P: to be filled with, to be full of [τινος] Gn 6,11; to be satisfied with [τινος] Ex 16,12; to be filled with, to be satisfied [ἔν τινι] Ps 64(65),5πλησθήσεται it shall be filled with-בעשׂ for MT ברשׁ it breaksCf. HELBING 1928, 144(→ἐμπίμπλημι,,) -
5 πίμπλημι
A like ἵστημι; [dialect] Aeol. [ per.] 3pl.πίμπλεισι Alc.Supp.25.3
; [dialect] Ep. [ per.] 3sg. subj. ; imper. πίμπλη cj. in Xenarch.3, ; part. ; but nom.pl.fem.πιμπλεῖσαι Hes.Th. 880
: [tense] impf. [ per.] 3pl.ἐπίμπλασαν X.An.1.5.10
: other tenses from πλήθω (which in [tense] pres. and [tense] impf. is intr.): [tense] fut. , ( ἀνα-) Od.5.302: [tense] aor. , etc.; [dialect] Ep.πλῆσα Il.13.60
, al.: [tense] pf. πέπληκα (ἐμ-) Pl.Ap. 23e, Ly. 204d:—[voice] Med., [tense] fut. πλήσομαι (ἐμ-) Arat.1121, App.Syr.7:[tense] aor.ἐπλησάμην Il.9.224
, etc.:—[voice] Pass., [tense] fut.πλησθήσομαι Ev.Luc.1.15
, Charito 5.5, Him.Or.23.14, (ἐμ-) E.Hipp. 664, Isoc.6.69; alsoπεπλήσομαι Porph. Abst.1.16
: [tense] aor.ἐπλήσθην Il.20.156
, etc.; [dialect] Ep. [ per.] 3pl.πλῆσθεν 17.211
, Od.4.705: [tense] pf.πέπλησμαι Babr.60
, ([etym.] ἐμ-) Pl.R. 518b, [ per.] 3pl.πεπλήαται Semon.31
A,πέπληνται Hp.Flat.8
; also shortd. formπλῆνται Parm. 1.13
: [tense] aor. 2 ἐπλήμην, [dialect] Ep.[ per.] 3sg. and pl. πλῆτο, πλῆντο, Il.17.499, Od.8.57, Parm.12.1; , 1304; imper. ἔμ-πλησο ib. 603; opt. ἐμ-πλῄμην, -ῇτο, Id.Ach. 236, Lys. 235; part.ἐμ-πλήμενος Id.V. 424
, 984, etc.—In the compd. ἐμπίμπλημι (q.v.; more freq. in Prose) the second μ is sts. dropped, as ἐμπίπλημι; but returns with the augm., as in ἐνεπίμπλασαν; cf. πίμπρημι :— fill, c. gen.rei, fill full of..,τράπεζαν ἀμβροσίης Od.5.93
;πήρην σίτου καὶ κρειῶν 17.411
; π. τινὰ μένεος, θάρσευς φρένας, Il.13.60, 17.573;καλάμης τὸ πλοῖον Hdt.1.194
;π. κρητῆρα κακῶν A.Ag. 1398
;πίμπλημ' ὄμμα δακρύων S.El. 906
; δακρύων ἔπλησεν ἐμέ filled me full of tears, E.Or. 368: c. dat. rei, fill with..,ἰαχῇ τε φόβῳ τε πάσας πλῆσαν ὁδούς Il.16.374
; (lyr.); simply, fill,ἰχθύες.. πιμπλᾶσι μυχούς Il.21.23
, cf. 14.35, Hes.Op. 411, Pl.Grg. 494a;π. μέλος A.Fr.57.4
: abs., πίμπλη σὺ μὲν ἐμοί (sc. τὴν κύλικα) Xenarch.3.II [voice] Med., fill for oneself, or what is one's own, πλησάμενος οἴνοιο δέπας having filled himself a cup of wine, Il.9.224, cf. Od.14.112, etc.; π. νῆας load ships, ib.87; π... θυμὸν ἐδητύος ἠδὲ ποτῆτος fill up, satiate one's desire with.., 17.603; (lyr.); πεδία πίμπλασθ' ἁρμάτων fill the plain full of your chariots, v.l. in E.Ph. 522.III [voice] Pass., to be filled, be full of,τῶν.. ἐπλήσθη πεδίον Il.20.156
;πλῆτο ῥόος.. ἵππων τε καὶ ἀνδρῶν 21.16
;ὄσσε δακρυόφι πλῆσθεν Od.4.705
, etc.;μένεος.. φρένες.. πίμπλαντο Il.1.104
;πλῆσθεν.. μέλε' ἐντὸς ἀλκῆς 17.211
; ἀλκῆς πλῆτο φρένας .. ib. 499;ἀϋτῆς.. ἐπλήσθη στέγος E.Heracl. 646
: rarely c. dat., (lyr.);δάκρυσι τὸ στράτευμα πλησθέν Th.7.75
.2 to be filled, satisfied, have enough of a thing,αἱμάτων γένυσιν πλησθῆναι S.Ant. 121
; π. τῆς νόσου ξυνουσίᾳ to be wearied of it by being with it, Id.Ph. 520; , etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πίμπλημι
-
6 ἐμπληστέος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐμπληστέος
-
7 ἔμπληντο
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἔμπληντο
-
8 ἔμπλητο
ἔμπλητο, V. ἐμπίμπλημι.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἔμπλητο
-
9 ἐμπεπλησμένος
ἐμπεπλησμένος s. ἐμπίμπλημι.Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > ἐμπεπλησμένος
-
10 ἐνέπλησα
ἐνέπλησα, ἐνεπλήσθην s. ἐμπίμπλημι.
См. также в других словарях:
εμπίμπλημι — ἐμπίμπλημι και ἐμπίπλημι (AM) 1. γεμίζω ώς επάνω 2. γεμίζω με κάτι («ἐμπίπληθι ῤέεθρα ὕδατος», Ιλ.) 3. ταΐζω κάποιον, τόν χορταίνω 4. ικανοποιώ 5. εκπληρώνω 6. μέσ. τρώω πολύ … Dictionary of Greek
ἐμπίμπλημι — ἐμπίπλημι pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανέμπληστος — η, ο (Α ἀνέμπληστος, ον) [εμπίμπλημι] νεοελλ. 1. αυτός που δεν χορταίνει, ο άπληστος 2. εκείνος που δεν είναι δυνατόν να γεμίσει με κάτι αρχ. φρ. «ἀνέμπληστον θέαμα» θέαμα που δεν χορταίνει να το βλέπει κανείς … Dictionary of Greek
ενί — (I) ἐνί και με αναστροφή ἔνι (Α) ποιητ. τ. αντί ἐν*. Ως α συνθετικό με πολλά ρήματα, όπως π.χ. ενιβάλλω, ενιβλάπτω, ενιδρομώ, ενιζεύγνυμι, ενιθνήσκω, ενιπάλλομαι, ενιπίμπλημι κ.λπ., τα οποία είναι ποιητ. τ. αντί εμβάλλω, εμβλάπτω, ενδρομώ,… … Dictionary of Greek
ενιπίμπλημι — ἐνιπίμπλημι (Α) επικ. τ. τού εμπίμπλημι* … Dictionary of Greek
κατεμπίμπλημι — (Α) επιτ. τ. τού εμπίμπλημι*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἐμ πίμπλημι «γεμίζω»] … Dictionary of Greek
προεμπίμπλαμαι — Α είμαι εντελώς γεμάτος εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐμπίμπλημι «γεμίζω ώς επάνω»] … Dictionary of Greek
προσεμπίπλημι — Α γεμίζω με κάτι επιπροσθέτως («προσεμπλήσουσι τὰς γνώμας τῶν πλουσίων ταῑς ἡδοναῑς τῶν ἀμέτρων ἐπαίνων», Κλήμ. Αλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐμπίμπλημι «γεμίζω»] … Dictionary of Greek
ԶՄԱՅԼԻՄ — (եցայ.) NBH 1 0739 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 10c, 12c, 14c ձ. Վայելել առատապէս ʼի քաղցրութիւն ըմպելեաց. առնուլ զճաշակ լցուցիչ բաղձանաց. որ եւ նմանութեամբ ուտելեաց ԸՄԲՈՇԽՆԵԼ եւս ասի. ըստ յն. լիանալ, լնուլ ցյագուրդ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ՅԱԳԻՄ — (եցայ, գի՛ր, գերո՛ւք կամ գեցարո՛ւք.) NBH 2 0313 Chronological Sequence: Unknown date, 6c, 8c ձ. ՅԱԳԻՄ կամ ՅԱԳԵՆԱՄ. χορτάζομαι , κορεννύμι, πλήθομαι, ἑμπίμπλημι, πληρόομαι satior, saturor, impleor, repleor. Անցուցանել զանձինն զքաղց. կշտապինդ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)