-
1 ελεγμός
-
2 ἐλεγμός
-
3 ἐλεγμός
ἐλεγμός, ὁ, = ἔλεγξις, LXX., K. S.
-
4 ελεγμος
-
5 ἐλεγμός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐλεγμός
-
6 ἐλεγμός
ἐλεγμός, οῦ, ὁ (s. three next entries; LXX; PsSol 10:1) =ἔλεγξις; the LXX exhibits various mngs: ‘testing’ of an accused pers. through trial by ordeal (Num 5:18ff), also ‘reproof, correction’ (Sir 21:6; 32:17; 48:7) and ‘discipline, punishment’ (4 Km 19:3; Jdth 2:10; 1 Macc 2:49) in our lit. expression of strong disapproval, reproach, rebuke, reproof w. διδασκαλία and ἐπανόρθωσις 2 Ti 3:16 (v.l. ἔλεγχον).—DELG s.v. ἐλέγχω. TW. -
7 ἐλεγμός
-οῦ + ὁ N 2 7-1-1-3-9=21 Lv 19,17; Nm 5,18.19.23.24refuting, reproving; neol.→ NIDNTT; TWNT -
8 ἀπ-ελεγμός
ἀπ-ελεγμός, ὁ, dasselbe, N. T.
-
9 απελεγμος
ὅ отрицаниеεἰς ἀπελεγμὸν ἐλθεῖν NT. — оказаться в презрении, быть отверженным
-
10 ελεγμοίς
-
11 ἐλεγμοῖς
-
12 ελεγμού
-
13 ἐλεγμοῦ
-
14 ελεγμοί
-
15 ἐλεγμοί
-
16 ελεγμούς
-
17 ἐλεγμούς
-
18 ελεγμώ
-
19 ἐλεγμῷ
-
20 ελεγμών
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ελεγμός — ἐλεγμός, ο (AM) έλεγχος, επιτίμηση, μομφή αρχ. μσν. (στους Ιουδαίους) δοκιμασία και απόδειξη τής αγνείας τών γυναικών … Dictionary of Greek
ἐλεγμός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλεγμοῖς — ἐλεγμός masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλεγμοί — ἐλεγμός masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλεγμοῦ — ἐλεγμός masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλεγμούς — ἐλεγμός masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλεγμῶν — ἐλεγμός masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλεγμῷ — ἐλεγμός masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλεγμόν — ἐλεγμός masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ԿՇՏԱՄԲՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 1108 Chronological Sequence: Early classical, 8c, 10c Տ. ԿՇՏԱՄԲԱՆՔ. եւ ՅԱՆԴԻՄԱՆՈՒԹԻՒՆ. ἕλεγχος, ἑλεγμός, ἑξετασμός. Սղ. ՟Լ՟Ը. 12: Առակ. ՟Ա. 32: Իմ. ՟Ա. 8. 9: ՟Ժ՟Ա. 8: ՟Ժ՟Է. 7: Ես. ՟Լ՟Է. 3: ՟Ծ. 2: *Զվասն նոցա կշտամբութեան յարմարել բանս.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ՅԱՆԴԻՄԱՆՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0325 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 14c գ. ἕλεγχος, ἕλεγξις, ἑλεγμός coargutio, increpatio, correptio, convictio. Կշտամբութիւն, խրատ. սաստ. յաղթահարումն. *Դատապարտք եղեն յանդիմանութեանց: Յանդիմանութեանց իմոց… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)