Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

δαπάνην

См. также в других словарях:

  • δαπάνην — δαπάνη cost fem acc sg (attic epic ionic) δαπανάω spend imperf ind act 3rd pl (epic doric aeolic) δαπανάω spend imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • SPORTA — an ex accusativo ςποράδα, an quia ex sparto? indeque Sportula, proprie ciborum vel pecuniarum olim fuit receptaculum. Unde Turnebus l. 6. Adversar. c. 1. Sportellas, vitiles ait esse, quibus bellaria ferebantur. Et notum, pecuniam Veteres in… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • SYMANDRUM — instrumentum ligneum, quô hodierni Graeci, in convocando coero sacro, campanae vice utuntur. Melius Semantrum vel Simantrum, quod vide. SYMBOLAE publica convivia, ex singulorum symbolis, instituta, Scriptoribus Ecclesiasticis Α᾿γάπαι, Graecis… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • δέχομαι — (AM δέχομαι Α και δέχνυμαι και δέκομαι) 1. παραλαμβάνω κάτι, παίρνω κάτι που μού προσφέρεται ή μού αποστέλλεται 2. συγκεντρώνω, μαζεύω, χωράει μέσα μου («η φιάλη δεν τό δέχτηκε όλο το νερό», «ὀπὸν κάδοις δέχομαι») 3. ανέχομαι, υπομένω («δεν… …   Dictionary of Greek

  • επικλύζω — ἐπικλύζω (AM) μτφ. πιέζω, βαρύνω, στενοχωρώ («ὑβρίζεις καὶ ἐπικλύζεις τοσούτοις κακοῑς», Λουκιαν.) αρχ. 1. καλύπτω με νερό, πλημμυρίζω, κατακλύζω («ὄθι κύματ’ ἐπ’ ἠιόνος κλύζεσκον», Ομ. Οδ.) 2. (για αφηρημ. έννοιες, διαθέσεις, καταστάσεις,… …   Dictionary of Greek

  • υποτελώ — έω, ΜΑ [ὑποτελής] μσν. εκπληρώνω, πραγματοποιώ μια υπόσχεση αρχ. 1. πληρώνω φόρο, δασμό, συντάξεις, τέλη (α. «φόρον μὲν οὐδένα ὑποτελέοντες», Ηρόδ. β. τοὺς τὰς συντάξεις ὑποτελοῡντας», Ισοκρ. γ. «τὴν δαπάνην ὀποδοῡναι καὶ τὸ λοιπὸν ὑποτελεῑν»,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»