Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἐζύγην

См. также в других словарях:

  • άζυξ — ἄζυξ, ( υγος), ο, η, το (AM) 1. αυτός που δεν αποτελεί ζεύγος με άλλον 2. που μπήκε σε ζυγό, άγαμος 3. απομονωμένος, μοναχός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + ζυξ < ἐζύγην, παθητ. αόρ. β΄ τού ρ. ζεύγνυμι] …   Dictionary of Greek

  • βιοζυγής — βιοζυγής, ές (Α) φρ. «βιοζυγεῑς ὑμέναιοι» ο γάμος που ενώνει δυό ζωές. [ΕΤΥΜΟΛ. < ΒĺΟ: + ζυγής < εζύγην, παθ. αόρ. β του ρ. ζεύγνυμι] …   Dictionary of Greek

  • δίζυξ — δίζυξ, ο, η και διζυγής, ές (Α) 1. (για ζώα) ο ζευγμένος με άλλον 2. διπλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < δι * + ζυξ < (θ.) ζυγ τού εζύγην, παθητικός αόρ. β του ζεύγνυμι (πρβλ. άζυξ, ομόζυξ, σύζυξ)] …   Dictionary of Greek

  • εύζυξ — εὔζυξ, ὁ, ἡ (Α) αρμονικά ταιριαστός («μαζοὶ γλαγόεντες, ἐΰζυγες, ἱμερόεντες» μαστοί γεμάτοι γάλα, αρμονικοί, που προκαλούν τον πόθο). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ζυξ < εζύγην, παθ. αόρ. β τού ζεύγνυμι*] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»