Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἐδέησε

См. также в других словарях:

  • εδέησε — (γ εν. αόρ. του αρχ. ρ. δέω, ως απρόσ.) Σημειώσεις: εδέησε : σε εκφράσεις όπως: εδέησε να ρθεις! (→ επιτέλους ήρθες!) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ἐδέησε — δέω 2 lack aor ind act 3rd sg δεῖ there is need aor ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δει — (AM δεῑ) (απρόσ. ρήμα) Ι. φρ. 1. «πολλοῡ δεῑ», «πολλοῡ γε καὶ δεῑ» απέχει πολύ, είναι πολύ μακριά από το να..., κατ ουδένα τρόπο 2. «ὀλίγου ή μικροῡ δεῑ ή ἐδέησε» παρά λίγο, λίγο έλειψε να... νεοελλ. φρ. «εδέησε να...» κατορθώθηκε επιτέλους να …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»