Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἄ-μυος

См. также в других словарях:

  • Μυός — Μῦς mouse masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυός — μῦς mouse masc/fem gen sg μῦς mouse masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ηλεκτροδιαγνωστική — (Ιατρ.). Η εφαρμογή του ηλεκτρισμού για διαγνωστικούς σκοπούς, κυρίως για την εξέταση μυών και νεύρων. Η εξέταση αυτή επιτρέπει τη μελέτη των αντιδράσεων του νευρομυϊκού συστήματος σε ερεθίσματα με τη βοήθεια συνεχούς ή εναλλασσόμενου ρεύματος.… …   Dictionary of Greek

  • ραιβόκρανο — Παραμόρφωση της αυχενικής χώρας που οφείλεται σε μονόπλευρη σύσπαση μυός ή μαλακών ιστών του αυχένα, ή παραμόρφωση της σπονδυλικής στήλης. Συνοδεύεται με ακούσια και μόνιμη κλίση του κεφαλιού. Υπάρχουν δύο είδη ρ. Το συγγενές ρ., εξαιτίας ατελούς …   Dictionary of Greek

  • Myos Hormos — Ville d Égypte antique Noms en grec Μυὸς Ὃρμος Actuellement Quseir al Qadim Localisation …   Wikipédia en Français

  • γόνατο — Άρθρωση που συνδέει το μηριαίο οστό με την κνήμη. Στην άρθρωση αυτή συμμετέχει και ένα άλλο οστό, η επιγονατίδα, που βρίσκεται μέσα στον τένοντα του τετρακέφαλου μυός. Η κυρτή αρθρική επιφάνεια των μηριαίων κονδύλων εφάπτεται με την ελαφρώς κοίλη …   Dictionary of Greek

  • κεφαλή — Το άνω άκρο του ανθρώπινου σώματος ή το πρόσθιο μέρος του σώματος των ζώων, όπου εδράζεται ο εγκέφαλος, η είσοδος του πεπτικού σωλήνα, τα αισθητήρια όργανα, περισσότερο ή λιγότερο τελειοποιημένα, καθώς και άλλες δομές, όπως οι τρίχες. Η κ. των… …   Dictionary of Greek

  • μυογράφημα — και μυόγραμμα, το η γραφική παράσταση τής συστολής ενός μυός, η οποία επιτυγχάνεται με τον μυογράφο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. myograph / myogram (< μυς, μυός «όργανο τού σώματος» + γράφημα / γράμμα < γράφω)] …   Dictionary of Greek

  • μυοειδής — ές (Μ μυοειδής, ές) αυτός που μοιάζει με μυ, αυτός που εμφανίζει δομή μυός και που μπορεί να συσπάται σαν μυς νεοελλ. φρ. «μυοειδής όγκος» όγκος που αποτελείται από λείο μυϊκό ιστό. [ΕΤΥΜΟΛ. < μῦς, μυός «όργανο τού σώματος» + ειδής*] …   Dictionary of Greek

  • μυοκλονία — η ιατρ. σύντομη ακούσια συστολή τμήματος ή ολόκληρου μυός, ακόμη και ομάδας μυών, με ορατή ή μη ορατή μετακίνησή τους. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. myoclonie (< μυς, μυός «όργανο τού σώματος» + κλονία < κλόνος < κλονώ / κλονίζω)] …   Dictionary of Greek

  • μυοσίτιδα — Επώδυνη φλεγμονή μυός, που μπορεί να προκληθεί από λοίμωξη, τραυματισμό ή διαταραχή του ανοσοποιητικού συστήματος του σώματος. * * * η ιατρ. φλεγμονή τού μυϊκού ιστού, που μπορεί να προκληθεί από λοιμώδεις παράγοντες ή να εκδηλωθεί στο πλαίσιο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»