Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἄφωνα

См. также в других словарях:

  • ἄφωνα — ἄφωνος voiceless neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γερμανικές γλώσσες — Ομάδα ινδοευρωπαϊκών γλωσσών, οι οποίες με τη σύγκριση των κοινών χαρακτηριστικών τους επιτρέπουν την ανασυγκρότηση μιας κοινής γερμανικής, που αποτελεί το ενδιάμεσο στάδιο μεταξύ των γλωσσών αυτών και της ινδοευρωπαϊκής. Η κοινή αυτή γερμανική… …   Dictionary of Greek

  • Consonant — Not to be confused with the musical concept of consonance For the alternative rock group, see Consonant (band). Places of articulation Labial Bilabial Labial–velar Labial–coronal Labiodental …   Wikipedia

  • Ancient Greek phonology — is the study of the phonology, or pronunciation, of Ancient Greek. Because of the passage of time, the original pronunciation of Ancient Greek, like that of all ancient languages, can never be known with absolute certainty. Linguistic… …   Wikipedia

  • Altgriechische Aussprache — Die altgriechische Phonologie (griechisch Προφορά της κλασικής Αρχαίας Ελληνικής γλώσσας : proforá tis klasikís arxaías ellinikís glóssas) ist die Lehre von der Phonologie (bzw. Aussprache) des Altgriechischen. Dabei ist zunächst zu… …   Deutsch Wikipedia

  • Altgriechische Phonologie — Die altgriechische Phonologie (griechisch φωνολογία/προφορά της κλασικής Αρχαίας Ελληνικής γλώσσας, fonología/proforá tis klassikís Archéas Ellinikís glóssas, altgriechisch φωνολογία τῆς ἀρχαίας Ἐλλένικῆς γλώττης) ist die Lehre von der Phonologie …   Deutsch Wikipedia

  • Phonologie des Altgriechischen — Die altgriechische Phonologie (griechisch Προφορά της κλασικής Αρχαίας Ελληνικής γλώσσας : proforá tis klasikís arxaías ellinikís glóssas) ist die Lehre von der Phonologie (bzw. Aussprache) des Altgriechischen. Dabei ist zunächst zu… …   Deutsch Wikipedia

  • άφθογγος — ἄφθογγος, ον (Α) 1. άφωνος, άλαλος 2. άφατος, άρρητος 3. «ἄφθογγος ἄγγελος» ο πυρσός, η δάδα 4. «ἄφθογγα γράμματα» τα άηχα, τα άφωνα γράμματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + φθογγος < φθόγγος, φθογγή (πρβλ. βαρύφθογγος, εύφθογγος, καλλίφθογγος] …   Dictionary of Greek

  • άφωνος — η, ο (AM ἄφωνος, ον) 1. αυτός που δεν έχει φωνή, άλαλος 2. αυτός που δεν βγάζει φωνή, που σωπαίνει 3. γραμμ. (ο πληθ. ουδ. ως ουσ.) τα άφωνα τα κλειστά σύμφωνα της Ελληνικής, ειδικότερα αυτά που παριστάνονται με τα γράμματα π, τ, κ / β, γ, δ / φ …   Dictionary of Greek

  • έναρξη — η (AM ἔναρξις) 1. αρχή, αρχίνισμα, ξεκίνημα («έναρξη εργασιών, μαθημάτων») 2. το χρονικό σημείο στο οποίο γίνεται η έναρξη μιας ενέργειας ή καταστάσεως («έναρξη αγώνων», «έναρξη συναυλίας») μσν. ένα από τα σαράντα άφωνα μεγάλα σημάδια τής… …   Dictionary of Greek

  • επέγερμα — ἐπέγερμα, το (Μ) (βυζ. μουσ.) ένα από τα σαράντα άφωνα μεγάλα σημεία με τα οποία γινόταν η σημειογραφία τού αρχαίου στενογραφικού συστήματος τής βυζαντινής μουσικής, το οποίο υποδήλωνε ορισμένη μακρά μελωδική γραμμή …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»