Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

εὔφημα

См. также в других словарях:

  • εὔφημα — εὔφημος uttering sounds of good omen neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εύφημος — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήρωας της Αργοναυτικής εκστρατείας και της Μητιονίκης. Άλλες παραδόσεις τον εμφανίζουν ως κάτοικο του Ταινάρου, όπου ο πατέρας του είχε ιερό, και ως σύζυγο της Λαονόμης, κόρης του Αμφιτρίωνα και της Αλκμήνης. Σύμφωνα με τον… …   Dictionary of Greek

  • ευφημολογία — εὐφημολογία, ἡ (Μ) το να λέγει κάποιος εύφημα πράγματα, ευοίωνα πράγματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < εὑ φημος + λογια (< λογος < λέγω), πρβλ. υμνο λογία, χρονο λογία] …   Dictionary of Greek

  • πρόπωνα — Α (κατά τον Ησύχ.) «εὐκρατῆ, εὔφημα, πρόχειρα, ἑτοῑμα, ἀνεμπόδιστα». [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < προ * + πώνω, δωρ. και αιολ. τ. τού ρ. πίνω] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»