-
1 άροτρα
-
2 ἄροτρα
-
3 αροτρά
-
4 ἀροτρᾶ
-
5 τέκτων
τέκτων, ονος, ὁ (cp. τέχνη; Hom. et al.; pap, LXX; Jos., Ant. 15, 390; SibOr 5, 404; Ath., R. 9 p. 57, 28) one who constructs, builder, carpenter (Hom.+; SEG XXVIII, 1186 ‘worker in wood, carpenter, joiner’. Acc. to Maximus Tyr. 15, 3c, a τ. makes ἄροτρα; Just., D. 88, 8, states that Joseph made ἄροτρα καὶ ζυγά ‘plows and yokes’; acc. to Epict. 1, 15, 2 a τ. works w. wood, in contrast to a worker in bronze; for the latter, less freq., Eur., Alc. 5; in Ael. Aristid. 46 p. 211 D. τέκτων signifies worker in stone. GJs 9:3 al. Joseph’s work is οἰκοδομῆσαι τὰς οἰκοδομάς; the word. τ. is not used.—CMcCown, ὁ τέκτων: Studies in Early Christ., ed. SCase 1928, 173–89). In Mt 13:55 Jesus is called ὁ τοῦ τέκτονος υἱός, in Mk 6:3 ὁ τέκτων (cp. Just., D. 88, 8=ASyn. 18, 55f; the difference may perh. be explained on the basis of a similar one having to do with Sophillus, the father of Sophocles: Aristoxenus, Fgm. 115 calls him τέκτων, but the Vita Sophoclis 1 [=OxfT. of Soph., ed. Pearson p. xviii; not printed in NWilson’s ed. ’90] rejects this and will admit only that he may possibly have possessed τέκτονες as slaves. Considerations of social status may have something to do with the variation in the gospel tradition).—HHöpfl, Nonne hic est fabri filius?: Biblica 4, 1923, 41–55; ELombard, Charpentier ou maçon: RTP ’48, 4; EStauffer, Jeschua ben Mirjam (Mk 6:3): MBlack Festschr., ’69, 119–28; RBatey, NTS 30, ’84, 249–58.—B. 589. BHHW III 2341. DELG. M-M. EDNT. -
6 ἄροτρον
-ου + τό N 2 0-1-3-0-1=5 1 Chr 21,23; Is 2,4; Jl 4,10; Mi 4,3; Sir 38,25plough 1 Chr 21,23; ἄροτρα plough-shares Mi 4,3 -
7 κατακόπτω
+ V 3-6-10-1-2=22 Gn 14,5.7; Nm 14,45; Jos 10,10; 11,8A: to cut in pieces, to cut down, to destroy [τι] 2 Chr 15,16; id. [τινα] Gn 14,5; to cut off [τι] Is 18,5; to cut down with [τινα ἔν τινι] (semit., rendering Hebr. נכה hi.) Jer 20,4P: to be slain, to be killed 2 Mc 1,13λίθους κατακεκομμένους stones broken to pieces Is 27,9; κατακόψουσιν τὰς ῥομφαίας αὐτῶν εἰς ἄροτρα they shall beat their swords into ploughshares Mi 4,3*JgsB 20,43 κατέκοπτον they cut down-כתתו or כרתו for MT כתרו surrounded; *Am 1,5 καὶ κατακόψω and I will cut in pieces-ודומה or ודמיתי I will bring to an end for MT ותומך and the one who supports, who holds, cpr. Hos 4,5; *Zph 1,11 τὴν κατακεκομμένην that had been broken down-שׁמכת שׁכת for MT שׁהמכת the Mortar (place in Jerusalem) -
8 καμπύλος
A bent, curved, opp. εὐθύς, of a bow,κ. τόξα Il.3.17
, etc.;ἅρμα 5.231
; κ. κύκλα, of wheels, ib. 722; , Sol.13.48;δίφρος Pi.I.4(3).29
; ;σελίς IG12.374.57
;κῦμα BMus.Inscr.1012
([place name] Chalcedon);κ. ἐς τὸ ἔξω Hp. Art.1
;καμπύλα τε καὶ εὐθέα Pl.R. 602c
: metaph., κ. μέλος an ode of varied metre, Simon.29; cf. καμπύλη.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καμπύλος
-
9 πονέω
A in early Greek only [voice] Med. πονέομαι, inf.- έεσθαι Il.10.116
: [tense] impf. ἐπονεῖτο, [dialect] Ep.πονεῖτο 9.12
: [tense] fut.πονήσομαι 23.159
, Hp.Mul.1.4, laterπονέσομαι Luc.Asin.9
: [tense] aor. ἐπονησάμην, [dialect] Ep.πονήσατο Il.9.348
, ([etym.] δια-) Pl.Lg. 966c, X.Eq.5.10; ἐπονήθην f.l. in E.Hel. 1509 (lyr.), ([etym.] δια-) Isoc.15.267: [tense] pf. πεπόνημαι, [dialect] Ion.[ per.] 3pl.—- έαται Hdt.2.63
, [dialect] Ep.- ήαται Arat.82
, [dialect] Att. : [tense] plpf.πεπόνητο Il.15.447
, [dialect] Ep.[ per.] 3pl.- ήατο A.R.2.263
:I abs., work hard,ὡς ἐπονεῖτο Il.2.409
; ὄφελεν πονέεσθαι λισσόμενος he ought to suffer toil in praying, 10.117; ὅπλα.., τοῖς ἐπονεῖτο with which he did his work, of Hephaestus, 18.413, cf. Od.16.13; περὶ δόρπα.. πονέοντο were busied about their supper, Il.24.444, cf. Hdt.2.63, Pl.Phlb. 58e; so πεπόνητο καθ' ἵππους was busy with the horses, of a charioteer, Il.15.447; πονέοντο κατὰ κρατερὴν ὑσμίνην were toiling in the fight, 5.84, etc.; hence πονεῖσθαι alone = μάχεσθαι, 4.374, 13.288; π. τινός to be busy with.., Arat.82, cf. 758.II c. acc., work hard at, make or do with pains or care,τύμβον Il.23.245
; ;ὅπλα.. πονησάμενοι κατὰ νῆα Od.11.9
;πονησάμενος τὰ ἃ ἔργα 9.250
, cf. Il.9.348, Hes.Op. 432 (sc. ἄροτρα); πονεύμενος ἕρκος ἀλωῆς Mosch.4.100
;πεπονήατο δαῖτα γέροντι A.R.2.263
.B after Hom., the act. form πονέω prevails: [tense] fut. , Pl.R. 410b, Hp.Mul.1.2,5; later , Lyr. Alex.Adesp.37.3, LXXIs.19.10, al., and in codd. of Hp.Aph.4.32: [tense] aor. ἐπόνησα, [dialect] Dor. -ᾱσα, E.Hipp. 1369 (anap.), Pl.R. 462d, Hp.Acut.46, Theoc.15.80; poet.πόνησα Pi.N.7.36
; later , al., Ph.Bel.58.1, al., Polyaen.3.10.6, etc., and in codd. of Hp.Coac. 489, Morb.1.4,14: [tense] pf. , X.Cyr.4.5.22, Hp.Vict. 2.66; laterπεπόνεκα PMich.Zen.104.3
(iii B.C.): [tense] plpf.ἐπεπονήκει Th. 7.38
:—[voice] Pass., [tense] aor. ἐπονήθην ([etym.] ἐξ-) Id.6.31; [dialect] Dor. subj.πονᾱθῇ Pi.O.6.11
: [tense] pf. (anap.), Pl.Phdr. 232a (v. infr. 1.3):I intr., toil, labour,περὶ λήϊον Hdt.2.14
;ἐς ἄκαιρα πονεῖν Thgn.919
; πόνει μετ' εὐκλείας Anon ap.Stob.3.1.173 = JHS27.63 (Cyzicus, iv/iii B.C.); ἄλλως, μάτην π., labour in vain, S.OT 1151, E.HF 501: c.acc., τὰ μηδὲν ὠφελοῦντα μὴ πόνει μάτην do not labour at.., A.Pr.44;ἀνήνυτα π. Pl. R. 531a
: rarely of things,τίς.. αἶνος ἐπ' ἀνδρὶ θείῳ.. πονήσει; A.Ag. 1550
(lyr., dub., leg. αἶνον).2 c. acc. cogn., π. πόνον go through, suffer toil, Id.Pers. 682, E.Hec. 779, cf. S.Ph. 1419, E.Hipp. 1369 (anap.), Pl.R. 410b, etc.; , etc.;ἅμιλλαν ποδοῖν E.IA 212
(lyr.);π. πολλά Id.Supp. 577
: with modal words, π. τινί suffer in or by a thing, Pi.N.7.36; ;ὑπὸ χειμῶνος Antipho 2.2.1
; ; εἰρεσίᾳ Polyaen.l.c.: c.acc. partis, πεπόνηκα.. τὼ σκέλει mylegs ache, Ar. Pax 820; π. τὰς κεφαλάς, τοὺς ὀφθαλμούς, τὰ γόνατα, have a pain in.., Arist.HA 557a10, Pr. 959b21, 882b25: with modal dat. added,π. πλευρὰν πικρᾷ γλωχῖνι S.Tr. 681
: abs., labour under sickness, suffer, Hp.VM8; suffer damage, ; also, suffer pain, ἀεὶ π. τὸ ζῷον Anaxag.ap eund.EN 1154b7; of an army, to be hard-pressed, suffer, Th.5.73, X.Cyr.1.4.21, etc.; of ships, Th.7.38; of implements, arms, etc., to be worn out, spoilt, or damaged, D.18.194, Plb.3.49.11, Inscr.Délos 442 B204, al. (ii B.C.);τὰ σπαρτία ἧττον πονέσει Arist.Mech.
l.c.;ῥίζαι πεπονηκυῖαι Thphr.HP3.7.1
; of buildings, to be dilapidated, PEnteux.6.3 (iii B.C.), etc.3 [voice] Pass., impers., οὐκ ἄλλως αὐτοῖς πεπόνηται, = πεπονήκασι, Pl.Phdr. 232a.II trans.,1 c.acc. pers., afflict, distress, Pi.P. 4.151, cj. in Anacreont.33.14:—[voice] Pass., to be afflicted or worn out, suffer greatly,πεπονημένος ὀδύναις S.Tr. 985
(anap.);πόλεως πονουμένης τῷ πολέμῳ Th.4.59
; .b [voice] Pass., to be trained or educated, δοκεῖ ὁ κατ' ἀλήθειαν πολιτικὸς πεπονῆσθαι περὶ [τὴν ἀρετήν] Arist.EN 1102a8;πεπονημένην ἔχειν τὴν ἕξιν Id.Pol. 1335b8
, cf. Theoc.13.14; πεπονημένον ὑπό μου though he owes his training to me, PCair.Zen.378.16 (iii B.C.).2 c. acc. rei, gain by toil or labour, [ χρήματα] X.An.7.6.41:—[voice] Pass., to be won or achieved by toil,καλὸν εἴ τι ποναθῇ Pi.O.6.11
, cf. P.9.93.b [voice] Pass., of meats, to be dressed, cooked, Ptol.Euerg.9J., Phld.Mort.24; specially prepared,Sor.
1.94.—The rule of Choerob. in Theod.2.137 H., EM130.3, that when πονέω means toil, the [tense] fut. and [tense] aor. are πονήσω, ἐπόνησα, when suffer pain, πονέσω, ἐπόνεσα, is not borne out by the examples (v. supr.).—The [tense] fut. [voice] Med. κατα-πονήσομαι is used as trans. by D.S.11.15; so [tense] aor. [voice] Pass. πονήθη in IG9(1).867.6 (Corc., vii/vi B.C.); and the intr. and trans. senses are united in Anacreont. 33.14 (cj.), 15. -
10 ἄροτρον
A plough, Od.18.374;πηκτὸν ἄ. Il.10.353
, cf. Thgn.1201, Pi.P.4.224, etc.;ἰλλομένων ἀρότρων S.Ant. 340
;ἀρότρῳ ἀναρρηγνύντες αὔλακας Hdt.2.14
: pl., Ar.Pl. 515, Mosch.Fr.4.6.b ἡ ἀπ' ἀρότρου πληγή, in boxing, right-handed blow, Paus.6.10.2, Philostr.Gym.20.2 in pl., metaph. of the organs of generation, Nonn.D.12.46, al.II ἄροτρα· γῆ, χώρα, πλέθρα, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἄροτρον
См. также в других словарях:
ἀροτρᾶ — ἀροτρεύς masc acc sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄροτρα — ἄροτρον plough neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άροτρο — Γεωργικό εργαλείο που σύρεται και με συνεχή εργασία σχίζει και ξανακυλά το χώμα και το προετοιμάζει για τις επόμενες φάσεις της καλλιέργειας. H χρήση του α., αν και πανάρχαια, χαρακτηρίζει λαούς με ανώτερο πολιτισμό, μη νομαδικούς. Το ά. ήταν… … Dictionary of Greek
γεωργία — Τεχνική με την οποία καλλιεργούμε φυτά διατροφής και βιομηχανικά, χρήσιμα στον άνθρωπο, αλλά και ζωοτροφές για την κτηνοτροφία. Η γ. αποτελεί τμήμα της γεωπονίας, η οποία περιλαμβάνει όχι μόνο τις δραστηριότητες των γεωργών, αλλά και τις… … Dictionary of Greek
χιλιάροτρος — ον, Α αυτός που περιέχει χίλια άροτρα, πολύ μεγάλος, μέγας («τὸ τῆς Ἀρσινόης χιλιάροτρον τέμενος», Σχόλ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χιλι(ο) * + ἄροτρον] … Dictionary of Greek
Εζερίτες — Σλαβικό φύλο που εγκαταστάθηκε τον 9o αι. στα νότια της Σπάρτης και συγκεκριμένα στην περιοχή ανάμεσα στο Έλος και στα Βάτικα. Οι Ε. (η ονομασία ετυμολογείται από τη σλαβική λέξη έζερο που σημαίνει έλος), γρήγορα στασίασαν εναντίον της βυζαντινής … Dictionary of Greek
ελκυστήρας, γεωργικός ή τρακτέρ — Γεωργικό μηχάνημα που χρησιμοποιείται για ρυμούλκηση, μεταφορά άλλων μηχανημάτων (όπως άροτρα, σκαλιστήρια, σπορείς, χορτοκοπτικές ή θεριστικές μηχανές, τρυπάνια), καθώς και για χειρισμό φορτωτών, ανυψωτήρων, εκσκαφέων και αποξεστών. Ανάλογα με… … Dictionary of Greek
Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… … Dictionary of Greek
Μουσείο Κρητικής Εθνολογίας — Το μουσείο, που βρίσκεται στους Βώρους Ηρακλείου, ιδρύθηκε το 1973 από τον Πολιτιστικό Σύλλογο Μεσσαράς και λειτουργεί από το 1988. Το 1992 έλαβε ειδική διάκριση από το Συμβούλιο της Ευρώπης. Το μεγαλύτερο μέρος της συλλογής του μουσείου, μίας… … Dictionary of Greek
Μουσείο Ψωμιού Αμφίκλειας — Το πρωτότυπο αυτό λαογραφικό μουσείο πρόκειται να στεγαστεί σε τρεις αίθουσες του Πολιτιστικού Κέντρου του δήμου Αμφίκλειας, στην κάτω πλατεία της πόλης, το οποίο χτίστηκε με δωρεά του ζεύγους Λουκά και Ιουστίνης Παπακώστα. Η ιδέα για τη σύσταση… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Λευκωσίας (Κυπριακό) — Είναι το μεγαλύτερο και σπουδαιότερο αρχαιολογικό μουσείο της Κύπρου. Χτίστηκε μεταξύ των ετών 1908 και 1924, για να στεγάσει τα ευρήματα των επίσημων ανασκαφών, που είχαν αρχίσει μόλις λίγα χρόνια πριν και βρίσκεται στη διεύθυνση Μουσείου 1,… … Dictionary of Greek