Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἄμαξαι

См. также в других словарях:

  • Ἄμαξαι — Ἄμαξα fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄμαξαι — ἄμαξα frame work fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἅμαξαι — ἄμαξα frame work fem nom/voc pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • СОЗВЕЗДИЯ —    • Sidera, signa,           άστρα, ζώδια, σήματα, знаки созвездий. Древние делили небо по известным знакам или фигурам, отмечая отдельные группы звезд фигурами, представляющими людей или зверей или даже орудия и сосуды. Это деление неба весьма… …   Реальный словарь классических древностей

  • εξάκυκλος — ἑξάκυκλος, ον (AM) μσν. φρ. «ἑξάκυκλος ἡμερῶν δρόμος» δρόμος έξι ημερών, Τζέτζ.) αρχ. (για όχημα) αυτός που έχει έξι τροχούς («ἅμαξαι ἑξάκυκλοι»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἕξα < εξ (πρβλ. εξάγραμμα) + κύκλος] …   Dictionary of Greek

  • πίλος — ο / πῑλος, ΝΜΑ 1. κάλυμμα τής κεφαλής, καπέλο 2. είδος μύκητα που προσβάλλει την αμυγδαλιά και τα εσπεριδοειδή μσν. αρχ. 1. κάλυμμα τού κεφαλιού κατασκευασμένο από πίλημα, χωρίς γύρο, σκούφια («πῑλος τὸ ἐξ ἐρίων εἰργασμένον πρὸς τὸ κοιμᾱσθαι… …   Dictionary of Greek

  • πατώ — και πατάω / πατῶ, έω και αιολ. τ. πάτημι, ΝΜΑ 1. έχω ή βάζω το πόδι μου πάνω σε κάτι, σε έναν τόπο ή σε ένα αντικείμενο (α. «πάτησα ένα καρφί» β. «χῶρος οὐχ ἁγνὸς πατεῑν», Σοφ.) 2. λεηλατώ, διαρπάζω, κυριεύω (α. «πατήσανε το κάστρο» β. «πόλιν...… …   Dictionary of Greek

  • προδρομή — ἡ, Α 1. το να τρέχει κανείς προς τα εμπρός 2. (κατ επέκτ.) αιφνίδια επίθεση, έφοδος («προύτρεχεν ἀπὸ τοῡ δένδρου... δύο ή τρία βήματα... ἐφ ἑκάστης δὲ προδρομῆς πλέον ἢ δέκα ἄμαξαι πετρῶν ἀνηλίσκοντο», Ξεν.) 3. μτφ. ζωηρή φραστική επίθεση, έντονο …   Dictionary of Greek

  • σάρσαι — Α (κατά τον Ησύχ.) «ἅμαξαι» …   Dictionary of Greek

  • σκευαγωγός — ό / σκευαγωγός, όν, ΝΑ, θηλ. και ή, Ν αυτός που μεταφέρει σκεύη ή αποσκευές (α. «σκευαγωγό όχημα» β. «σκευαγωγοὶ ἅμαξαι», Πολυδ. γ. «σκευαγωγοὶ ἡμίονοι», Συνέσ.) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το σκευαγωγό α) ζώο ή όχημα που προορίζεται για τη μεταφορά… …   Dictionary of Greek

  • τετράκυκλος — η, ο / τετράκυκλος, ον, ΝΑ αυτός που έχει τέσσερεις τροχούς, τετράτροχος («ἅμαξαι τετράκυκλοι ἡμιόνεαι», Ηρόδ.) νεοελλ. το θηλ. ως ουσ. ἡ τετράκυκλος τετράτροχη άμαξα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + κύκλος (πρβλ. πολύ κυκλος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»