-
1 άμαξαι
-
2 Αμαξαι
-
3 Ἄμαξαι
-
4 ἄμαξαι
Βλ. λ. άμαξαι -
5 ἅμαξαι
Βλ. λ. άμαξαι -
6 ἄμαξα
ἄμαξα, ἡ, att. ἅμαξα, Wagen; mehrmals Hom., immer mit spir. len., Herodian. Scholl. Iliad. 18, 487; Iliad. 21, 782 ὑπ' ἀμάξησιν βόας ἡμιόνους τε ζεύγνυσαν; 7, 426 ἀμαξάων ἐπάειραν; 12, 448 τὸν δ' οὔ κε δύ' ἀνέρε δήμου ἀρίστω ῥηιδίως ἐπ' ἄμαξαν ἀπ' οὔδεος ὀχλίσσειαν; Od. 9, 241 οὐκ ἂν τόν γε δύω καὶ εἴκοσ' ἄμαξαι ἐσϑλαὶ τετράκυκλοι ἀπ' οὔδεος ὀχλίσσειαν; 10, 103 ἄμαξαι ἄστυδε καταγίνεον ὕλην; 6, 37 ἡμιόνους καὶ ἄμαξαν ἐφοπλίσαι, ἥ κεν ἄγῃσιν ζῶστρα, 72 ἄμαξαν ἐύτροχον ἡμιονείην (v. l. ἡμιόνοιιν Scholl.) ὅπλεον, 260 μεϑ' ἡμιόνους καὶ ἄμαξαν ἔρχεσϑαι, derselbe Wagen heißt 6, 57. 69. 73. 7, 5 ἀπήνη; Iliad. 24, 150. 179 ὅς κ' ἰϑύνοι ἡμιόνους καὶ ἄμαξαν ἐύτροχον, 189 ἄμαξαν ἐύτροχον ἡμιονείην ὁπλίσαι, 263 ἄμαξαν ἐφοπλίσσαιτε, 266 ἐκ μὲν ἄμαξαν ἄειραν ἐύτροχον ἡμιονείην καλὴν πρωτοπαγέα, 711 ἐπ' ἄμαξαν ἐύτροχον ἀίξασαι, 275. 324 heißt derselbe Wagen ἀπήνη; – das Gestirn, der große Bär, Iliad. 18, 487 Od. 5, 273 ἄρκτον ϑ', ἣν καὶ ἄμαξαν ἐπίκλησιν καλέουσιν; – Her. 1, 188; im Ggstz von ἅρμα Xen. An. 1, 7, 20; öfter die Packwagen; τετράκλινοι, viersitzige, Luc. Tox. 46; Hes. O. 428. 435 der Pflug; ein Wagen voll, πετρῶν, σίτου, Xen. An. 6, 4, 22 Cyr. 2, 4, 18; = eine große Menge, Alex. bei Ath. IX. 380 d; ὅλας ἁμάξας βλασφημιῶν κατεσκέδασαν ἀλλήλων Luc. Eun. 2, was der Schol. auf die in Athen üblichen Aufzüge bei den Dionysien zurückführt, wobei vielfache Spottreden vorkamen u. worauf auch die sprichwörtliche Redensart: ῥητὰ καὶ ἄῤῥητα ὀνομάζειν ὥςπερ ἐξ ἁμάξης, zurückzuführen, kein Blatt vor den Mund nehmen, Dem. 18, 129; ἐξ ἁμάξης παῤῥησιάζεσϑαι Luc. Iup. Trag. 44. Sprichwörtlich ἡ ἅμαξα τὸν βοῦν Luc. D. Mort. 6, 2, der Wagen, zieht den Ochsen, die verkehrte We lt. – Theodor. 18 (VII, 479) ἅμ. παμφόρος Landstraße.
-
7 περι-βόλαιον
περι-βόλαιον, τό, was man umwirft, Umwurf, Kleid; ϑανάτου περιβόλαι' ἀνήμμεϑα, Eur. Herc. Fur. 549; auch σαρκὸς περιβόλαια ἐκτησάμ ην ἡβῶντα, ib. 1269, d. i. ἤβησα; auch in späterer Prosa, ἅμαξαι ἁλουργοῖς καὶ ποικίλοις περιβολαίοις, Plut. Alex. 67.
-
8 κατά-γομος
κατά-γομος, überladen, sehr voll; πλοῖον Pol. 9, 43, 6; ἅμαξαι D. Sic. 11, 24; στρατὸς λαφύρων κατάγομος, mit Beute beladen, App. Syr. 21.
-
9 ὀχλίζω
ὀχλίζω, = ὀχλεύω, 1) mit einem Hebel heben und wegschaffen, übh. mit Mühe fortschaffen, οὐκ ἂν τόν γε δύω καὶ εἴκοσ' ἅμαξαι – ὀχλίσσειαν, Od. 9, 242; τὸν (λίϑον) δ' οὔ κε δύ' ἀνέρε ῥηϊδίως ἐπ' ἄμαξαν ἀπ' οὔδεος ὀχλίσσειαν, Il. 12, 448; sp. D., wie Orph. Arg. 236; στόμα ὀχλίζειν, den Mund mit Gewalt aufbrechen, Nic. Al. 225. – 2) ( ὄχλος) das Volk zusammenrotten, Hesych.
-
10 ἐπ-άγω
ἐπ-άγω (s. ἄγω), 1) herbei-, herzuführen, -bringen; – a) bes. von belebten Wesen; ὅς με δεῦρ' ἐπήγαγεν Eur. Phoen. 905; πρὸς Ἀΐδαν Hec. 1032; Πέρσην, Μήδους, Her. 9, 1 Ar. Th. 365. Bes. feindlich gegen Einen heranführen, λιμὸν καὶ Ἄρηα p. bei Aesch. 3, 184; Ἀργείους δώμασιν Eur. Or. 1533; στρατιήν, στρατόπεδον, Her. 8, 112 Thuc. 6, 69; τὸν Πέρσην ἐπὶ τοὺς Ἕλληνας Dem. 12, 7; Aesch. 3, 128; ἐπάγειν τὸ δεξιὸν κέρας Ar. Av. 353; bes. Sp., Plut. Marcell. 14 u. A.; auch ohne Zusatz von στρατόν, scheinbar intrans., Pol. 2, 19, 2; Luc. conscr. hist. 21. So von Jägern, ἐπάγοντες ἐπῇσαν, sc. κύνας (wie Xen. Cyn. 10, 19 sagt), die Hunde gegen den Eber anführend, Od. 19, 445. Vgl. ἐπακτήρ. – b) Unglück herbeiführen; ἄταν Soph. Ai. 1168; vgl. Aesch. Ch. 398; πῆμά τινι Hes. O. 240; γῆρας νόσους ἐπάγει Plat. Tim. 33 a; κινδύνους τινί Is. 8, 3; πόλεμον Aesch. 3, 140. – c) von leblosen Dingen, herbeiführen; κέντρον, d. i. stacheln, Eur. Hipp. 1194; γνάϑον, ansetzen, Ar. Vesp. 370; τὰ ἐπιτήδεια Thuc. 7, 60; ἅμαξαι λίϑους ἐπήγαγον 1, 93; τὰ ἐκ τῶν διωρύχων νάματα Plat. Critia. 118 e. Uebh. hinzufügen, hinzusetzen, Ar. Nubb. 389; ἀνὰ πᾶν ἔτος πέντε ἡμέρας παρὲξ τοῠ ἀριϑμοῦ Her. 2, 4; vgl. D. gie. 1, 50; daher αἱ ἐπαγόμεναι, sc. ἡμέραι, Schalttage, Plut.; τῷ λόγῳ ἔργον id. Lyc. 8; Sp. auch τὸ ἐπαγόμενον, das Folgende. – d) an b) sich annähernd, δίκην τινί, Jemanden in einen Proceß verwickeln, Plat. Legg. IX, 881 e; Dem. 18, 150; γραφάς, εὐϑύνας, εἰςαγγελίας ἐμοὶ ἐπάγουσι 18, 249 u. öfter; αἰτίαν ψευδῆ τινι, eine falsche Beschuldigung aufbürden, 18, 141 u. öfter; – ψῆφόν τινι, d. i. ihn abstimmen lassen, Thuc. 1, 87. 125; οὐ γάρ πω ψῆφος αὐτῷ ἐπῆκτο, noch war nicht über ihn abgestimmt, d. h. er war noch nicht verurtheilt, Xen. An. 7, 7, 57; ἐᾶν ψῆφον καϑ' ἑαυτοῦ ἐπαχϑῆναι Dem. 47, 28; – ὅρκον τινί, Einen schwören lassen, Paus. 4, 14, 4; πληγήν τινι, schlagen, Plut. u. A. – e) geistig; Hom. οἷόν σ' οὐδ' ὀμόσας περ ἐπήγαγον οὐδέ σε πείϑω Od. 14, 392, ich bewegte dich nicht, brachte dich nicht dazu; πότερα τὸ χρῆν σ' ἐπήγαγ' ἀνϑρωποκτονεῖν Eur. Hec. 260; Thuc. 1, 107; ἐπάγειν τινὰ ἐπὶ τὰ γιγνωσκόμενα Plat. Polit. 278 a; τινὰ ἐπί τι Dem. 3, 31; τὴν διάνοιαν ϑεάμασι, animum advertere, Plut. Pericl. 1, u. öfter Sp. – Bei Arist. Top. 8, 1 = die Induction anwenden. – 2) med. zu sich, für sich heranführen; – a) Bedürfnisse, Unterstützung; ἐκ ϑαλάττης ὧν δέονται Thuc. 1, 81; τὰ ἐπιτήδεια 6, 99; Ἅιδα μόνον φεῦξιν οὐκ ἐπάξεται, wird nicht sich Mittel zur Flucht verschaffen, nicht entfliehen, Soph. Ant. 362; σοφιστήν Eur. Rhes. 949; Plat. Menex. 238 b u. A; ἑαυτοῖς δεσπότην τὸν νόμον Gorg. 492 b. Bes. μάρτυρα, für sich Einen als Zeugen, Gewährsmann anführen, Rep. II, 364 c Legg. VII, 823 a; ποιητὰς ἐν τοῖς λόγοις Prot. 347 e; Lys. 215 c; Ὅμηρον Arist. part. an. 3, 10; μαρτύρια Xen. Conv. 8, 34; ἐπάγεσϑαί τινα ἐπ' ὠφελίᾳ Thuc. 1, 3. – b) wie im act., sich ein Unglück zuziehen, συμφοράν Lys. 4, 19; αὐϑαίρετον αὑτοῖς δουλείαν Dem. 19, 259; δούλωσιν τῶν συμμάχων, herbeizuführen suchen, Thuc. 3, 10; φϑόνον, sich zuziehen, Xen. Apol. 32. – c) an sich ziehen, für sich gewinnen; τὸ πλῆϑος Thuc. 5, 45; τοὺς Λακεδαιμονίους, συγχωρῆσαι 5, 41; τινὰ εἰς τὴν ὁμιλίαν Isocr.; εἰς τὴν εὔνοιαν Pol. 7, 14, 5; καὶ κηλεῖ τὰς ἀκοάς D. Hal. C. V. 3 p. 32.
-
11 ἐν-αντίος
ἐν-αντίος, α, ον, geg enüb er; – a) eigtl. mit zugewandtem Gesicht, wie Eustath. oft erkl. ἀντιπρόςωπος, zugewendet; so bei ἧσϑαι, ὁρμᾶσϑαι, ἐλϑεῖν, Il. 9, 190. 5, 12. 6, 251; αὐτῷ δ' οὔπω φαίνετ' ἐναντίη, von Angesicht zu Angesicht, Od. 6, 329; auch von Sachen, ἀκταὶ ἐν. ἀλλήλῃσιν προὔχουσιν 10, 89; in entgegengesetzter Richtung, ἐναντίοι ἀλλήλοισιν ὀγμὸν ἐλαύνουσιν Il. 11, 67. So überall auch in Prosa; δύο ἅμαξαι ἐναντίαι ἀλλήλαις τοὺς λίϑους ἐπῆγον Thuc. 1, 93; τοῖς προςώποις ἐναντίοις κειμένοις Plat. Conv. 190 a. Dah. – b) feindlich gegenüberstehend; in dieser Bdtg bei Hom. mit dem gen., ἐναντίοι ἔσταν Ἀχαιῶν Il. 5, 497; Ἕκτορος ἦλϑ' ἐν. Soph. Ai. 1285; τινί, Eur. Suppl. 856; Xen. An. 3, 2, 10; τὸ ἐναντίον στρατόπεδον Plat. Lach. 193 a; ὧν ἐναντίον ἀπέδωκε Dem. 27, 21; Lys. 17, 2 u. öfter; ὁ ἐναντίος, der Gegner, Aesch. Spt. 357 Eum. 746; Soph. El. 986; Thuc. 4, 64; Plat. Rep. V, 471 b. – c) übh. entgegengesetzt; δίκαια καὶ τἀναντία Soph. Ant. 663; τινί u. τινός, Plat. Crat. 413 e; Rep. III, 394 b; τἀναντία τῶν συμφερόντων συμβουλεύειν Dem. 19, 8; oft τοὐναντίον, das Gegentheil, ἐκείνῳ τούτου Plat. Phil. 39 e; Lys. 215 e; ἐπὶ τοὐναντίον ἕλκειν, auf die entgegengesetzte Seite, Phaed. 94 b; πάντα τἀναντία συμβαίνει ἤ Xen. Mem. 3, 12, 4. – Sehr gew. von Hom. an ist ἐναντίον adverb. gebraucht, in den verschiedenen Bdtgn; εἰς ὦπα ἰδέσϑαι ἐναντίον Od. 23, 107; προςβλέπειν ἐν. Eur. Hec. 968; ἐναντίον ἵστασ' ἐμεῖο Il. 13, 448, vgl. Od. 17, 544; ἐναντίον φίλων ἐλϑεῖν Pind. frg. 253; ὀνειδίζεις με τῶνδ' ἐναντίον Soph. O. C. 1006, vor diesen; wie ἐναντίον ἁπάντων λέγειν Thuc. 6, 25, ἐναντίον Σωκράτους εἶπε Plat. Crat. 427 d; vgl. Is. 1, 11; ὅρκον τίϑεσϑαι ἐν. Διός Pol. 7, 9, 2; – τοὐναντίον, im Gegentheil, Xen. Cyr. 8, 4, 9 u. öfter; bes. Plat., der auch ἐναντίον ἤ, Legg. XII, 966 a (vgl. Ar. Plut. 14 Her. 1, 22), u. ἐν. καί, Rep. VIII, 567 d Legg. XII, 967 a vrbdt, Eben so adverb. gebraucht ἐξ ἐναντίας, Her. 8, 7 Thuc. 4, 33 u. Folgende; ἐκ τῶν ἐναντίων, Pol. 5, 9, 9; κατὰ τἀναντία, Plat. Tim. 39 a; οἱ ἐκ τοῠ ἐναντίου, die Gegenüberstehenden, Xen. Hell. 4, 5, 15, im Ggstz von οἱ ἐκ πλαγίου. – Seltner ἐναντίως, auf entgegengesetzte Weise, Plat. Phaed. 84 a u. Folgde; ἐναντίως ἔχειν Plat. Euthyd. 278 a; τοῖς ἐναντίως ἢ ὡς ἀνδραπόδοις τραφεῖ. σιν Theaet. 175 d.
-
12 εναντιος
31) находящийся напротив, противоположный, противолежащий(ἀκταὴ ἐναντίαι ἀλλήλῃσιν Hom.; μέρη τῆς πόλεως Arst.)
ἐ. ἧστο Hom. — он сидел напротив;τὰ τυφλὰ τοῦ σώματος ἐναντία τάττειν τοῖς πολεμίοις Xen. — обращать тыл к врагу, т.е. бежать от врага;πρόσωπα ἐναντία Plat. — лица, обращенные в противоположные стороны;ἐξ ἐναντίας Thuc., Plat., ἐξ (ἐκ τοῦ) ἐναντίου Xen., Luc. и ἐκ τῶν ἐναντίων Polyb. — с противоположной стороны2) направляющийся навстречу, встречный(δύο ἅμαξαι ἐναντίαι ἀλλήλαις Thuc.; ῥοή Plat.; κινήσεις Arst.)
οἱ ἐναντίη ἤλυθε Hom. — она вышла ему навстречу;ἄνεμος ἐ. ἔπνει Xen. — дул встречный ветер;3) противоположный по смыслу, обратный(τινί и τινός Plat.)
καὴ σμικρὰ καὴ τἀναντία Soph. — и малое, и большое;τέν ἐναντίαν (sc. ψῆφον) θέσθαι τινί перен. Plat. — высказать мнение, противоположное чьему-л.4) вражеский, враждебный, неприятельский(στρατός Pind.; στρατόπεδον Plat.)
ἐναντίοι καὴ σύμμαχοι Xen. — противники и союзники -
13 καταγομος
-
14 προορμαω
1) устремлять вперед, (за)ранее отправлять(ἅμαξαι προωρμημέναι Xen.)
2) (sc. ἑαυτόν) устремляться, двигаться вперед -
15 τετρακυκλος
-
16 κατάγομος
κατάγομος, ον,A deep-laden, heavy-laden,πλοῖα Plb.9.43.6
, D.S.5.35;ἅμαξαι Id.3.34
: c. gen., laden with, full of,στρατοῦ λαφύρων καταγόμου App.Syr.21
;ψευσμάτων J.Ap.2.9
: also c. dat.,ἀπῄεσαν κ. ταῖς ὠφελείαις D.S.31.45
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατάγομος
-
17 κεραιοφόρος
κεραιοφόρος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κεραιοφόρος
-
18 λαμπηνικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λαμπηνικός
-
19 λάρναξ
A coffer, box, chest, e.g. for household stores, Il.18.413, Hdt.3.123;λ. δαιδαλέα B.5.141
, cf. Simon. (v. infr.).2 cinerary urn or coffin, [ὀστέα] χρυσείην ἐς λάρνακα θῆκαν Il.24.795
;λάρνακας κυπαρισσίνας ἄγουσιν ἄμαξαι.. · ἔνεστι δὲ τὰ ὀστᾶ κτλ. Th.2.34
, cf. CIG4003,4007 ([place name] Iconium), 4441 ([place name] Adana), al.; the ark of Deucalion, Plu.2.968f, Luc.Syr.D.12, Apollod.1.7.2; of the Ark, AP1.62 ([place name] Christian); esp. an ark in which children were exposed, Simon.37.1, A.R.1.622, D.S.5.62, etc. -
20 μηχανοφόρος
μηχᾰνοφόρος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μηχανοφόρος
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Ἄμαξαι — Ἄμαξα fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄμαξαι — ἄμαξα frame work fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἅμαξαι — ἄμαξα frame work fem nom/voc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
СОЗВЕЗДИЯ — • Sidera, signa, άστρα, ζώδια, σήματα, знаки созвездий. Древние делили небо по известным знакам или фигурам, отмечая отдельные группы звезд фигурами, представляющими людей или зверей или даже орудия и сосуды. Это деление неба весьма… … Реальный словарь классических древностей
εξάκυκλος — ἑξάκυκλος, ον (AM) μσν. φρ. «ἑξάκυκλος ἡμερῶν δρόμος» δρόμος έξι ημερών, Τζέτζ.) αρχ. (για όχημα) αυτός που έχει έξι τροχούς («ἅμαξαι ἑξάκυκλοι»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἕξα < εξ (πρβλ. εξάγραμμα) + κύκλος] … Dictionary of Greek
πίλος — ο / πῑλος, ΝΜΑ 1. κάλυμμα τής κεφαλής, καπέλο 2. είδος μύκητα που προσβάλλει την αμυγδαλιά και τα εσπεριδοειδή μσν. αρχ. 1. κάλυμμα τού κεφαλιού κατασκευασμένο από πίλημα, χωρίς γύρο, σκούφια («πῑλος τὸ ἐξ ἐρίων εἰργασμένον πρὸς τὸ κοιμᾱσθαι… … Dictionary of Greek
πατώ — και πατάω / πατῶ, έω και αιολ. τ. πάτημι, ΝΜΑ 1. έχω ή βάζω το πόδι μου πάνω σε κάτι, σε έναν τόπο ή σε ένα αντικείμενο (α. «πάτησα ένα καρφί» β. «χῶρος οὐχ ἁγνὸς πατεῑν», Σοφ.) 2. λεηλατώ, διαρπάζω, κυριεύω (α. «πατήσανε το κάστρο» β. «πόλιν...… … Dictionary of Greek
προδρομή — ἡ, Α 1. το να τρέχει κανείς προς τα εμπρός 2. (κατ επέκτ.) αιφνίδια επίθεση, έφοδος («προύτρεχεν ἀπὸ τοῡ δένδρου... δύο ή τρία βήματα... ἐφ ἑκάστης δὲ προδρομῆς πλέον ἢ δέκα ἄμαξαι πετρῶν ἀνηλίσκοντο», Ξεν.) 3. μτφ. ζωηρή φραστική επίθεση, έντονο … Dictionary of Greek
σάρσαι — Α (κατά τον Ησύχ.) «ἅμαξαι» … Dictionary of Greek
σκευαγωγός — ό / σκευαγωγός, όν, ΝΑ, θηλ. και ή, Ν αυτός που μεταφέρει σκεύη ή αποσκευές (α. «σκευαγωγό όχημα» β. «σκευαγωγοὶ ἅμαξαι», Πολυδ. γ. «σκευαγωγοὶ ἡμίονοι», Συνέσ.) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το σκευαγωγό α) ζώο ή όχημα που προορίζεται για τη μεταφορά… … Dictionary of Greek
τετράκυκλος — η, ο / τετράκυκλος, ον, ΝΑ αυτός που έχει τέσσερεις τροχούς, τετράτροχος («ἅμαξαι τετράκυκλοι ἡμιόνεαι», Ηρόδ.) νεοελλ. το θηλ. ως ουσ. ἡ τετράκυκλος τετράτροχη άμαξα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + κύκλος (πρβλ. πολύ κυκλος] … Dictionary of Greek