Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ὀχλεύω

См. также в других словарях:

  • οχλεύω — ὀχλεύω (Α) οχλώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Έχει διατυπωθεί η άποψη ότι ο τ. ὀχλεύονται, που παραδίδει ο Ησύχ., είναι εσφαλμ. γρφ. τού τ. ὀχλεῦνται] …   Dictionary of Greek

  • ὀχλεύει — ὀχλεύω pres ind mp 2nd sg ὀχλεύω pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀχλεύουσιν — ὀχλεύω pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ὀχλεύω pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀχλεύονται — ὀχλεύω pres ind mp 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • όχλος — ο (ΑΜ ὄχλος) 1. πλήθος ατόμων με άτακτο τρόπο συνενωμένο («ἐν ἀγορᾷ πλήθοντος ὄχλου», Πίνδ.) 2. (με πολιτική σημ.) ο πολύς λαός, η λαϊκή μάζα, η κατώτατη κοινωνική τάξη («τῷ ὄχλῳ πρὸς χάριν τι λέγοντες οὐ τὰ ὄντα ἀπαγγείλωσιν», Θουκ.) νεοελλ.… …   Dictionary of Greek

  • ὀχλεύσας — ὀχλεύσᾱς , ὀχλέω move pres part act fem acc pl (epic doric ionic) ὀχλεύσᾱς , ὀχλέω move pres part act fem gen sg (doric) ὀχλεύσᾱς , ὀχλεύω aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»