-
1 ἀγρο-φύλαξ
ἀγρο-φύλαξ, ακος, ὁ, Feldwächter, Antist. 2 ( Plan. 243).
-
2 ἀγροφύλαξ
См. также в других словарях:
δίκαιος — α και η, ο και δίκιος, α, ο (AM δίκαιος, α, ον) Ι. 1. αυτός που κρίνει δίκαια, που απονέμει δικαιοσύνη σύμφωνα με τους νόμους και τη λογική («ο δίκαιος κριτής γυρεύει να χωρίσει το δίκαιο από το άδικο») 2. ο νόμιμος («δίκαιος κληρονόμος») 3. ο… … Dictionary of Greek