-
1 αψίδα
-
2 ἀψῖδα
Βλ. λ. αψίδα -
3 ἁψῖδα
Βλ. λ. αψίδα -
4 αψίδα
1) apse2) arc3) arch4) domeΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > αψίδα
-
5 ἁψίς
2 felloe of a wheel, Hes.Op. 426, Lyr.in PLG3.740; the wheel itself, Hdt.4.72, E.Hipp. 1233; κύκλος ἁψῖδος the potter's wheel, APl.4.191 (Nicaenet.).3 in Archit., dowel-pin, IG11(2).161A70 (De<*>los, iii B. C.).4 disk, τὴν ἡμερίαν ἁψῖδα, of the sun, E. Ion 88; segment cut off by rainbow, Arist.Mete. 371b28, cf. Poet. ap. Plu.2.103f.5 arch or vault (cf.ψαλίς 11
),ἐπὶ τὴν ὑπουράνιον ἁψῖδα Pl.Phdr. 247b
, cf. Suid. s.v. αἰθεροβατεῖν, Epigr.Gr. 1078 ([place name] Adana), IGRom.3.975, PMag.Lond.46.41; Bis Acc.33; triumphal arch, D.C.53.22,26, etc.: metaph.,κάμπτειν ἐπῶν ἁψῖδας Ar.Th. 53
.b σελάνας ἐς δεκάταν ἁψῖδα in the moon's tenth orbit, i. e. the tenth month, Hymn.Is.38. -
6 διφρεύω
2 c.acc., drive over,δ. ἅλιον πέλαγος E.Andr. 1010
(lyr.);νὺξ.. νῶτα διφρεύουσ' αἰθέρος Id.Fr. 114
.3 c. acc. cogn.,αἴγλαν ἐδίφρευ' Ἅλιος.. κατ' αἰθέρα Id.Supp. 991
(lyr.);ὅταν Φαέθων πυμάτην ἁψῖδα διφρεύῃ Archestr.Fr.33
.4 = διακαθίζω, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διφρεύω
-
7 προσβάλλω
A strike, dash against,ποτὶ σκῆπτρον βάλε γαίῃ Il.1.245
; ἁψῖδα πέτρῳ π. letting it dash against.., E.Hipp. 1233; τὸν πρὶν ὄλβον ἕρματι π. having wrecked his happiness on a reef, A.Eu. 564 (lyr.); π. τινὰς ὥσπερ θηρία τινί set them on him, D.18.322; of attacking,πύλαισι.. π. λόχον A.Th. 460
;π. δόρυ τισί E.Ph. 728
;παισὶ χεῖρα Id.Alc. 307
; but freq. without any notion of violence, apply, μαλακὰν χέρα π. [ἕλκει], of a surgeon, Pi.P.4.271; of cupping instruments, Hp.VM22 ([voice] Pass.), Aen.Tact.11.14, Gal.11.93: generally,τὰ μὲν αὐτὰ προσέβαλε S.Tr. 844
(lyr.); προσβαλοῦσ' ὅσα.. εἶπε applying, carrying out.., ib. 580;τι πρός τι Pl.Ti. 36b
;τὴν ὄψιν πρός τι Id.Tht. 193c
; mostlyτί τινι, παρειὰν π. παρηΐδι E.Hec. 410
;κλιμάκων ὀρθοστάτας πύλῃσιν Id.Supp. 498
;ὄμματα τέκνοις Id.Med. 860
(lyr.):—[voice] Pass., κέρασι χρυσᾶ στόμια προσβεβλημένοις having golden mouthpieces affixed, A.Fr. 185.b Math., draw a straight line to meet, ποτί c. acc., Archim.Spir.6, al.2 assign to, procure for,κέρδος ἡμῖν Hdt.7.51
; [Λακεδαιμονίοισι] Ὀλυμπιάδα gave them the honour of an Olympic victory, Id.6.70; π. ἄσην τῷ πατρί cause him distress, Id.1.136;π. μελέταν σοφισταῖς Pi.I.5(4).29
;κακὸν πόλει A.Pers. 781
;μοι διπλᾶς ὁδούς Id.Pr. 951
;ἐμοὶ ὠδῖνας S.Tr.42
;εὔκλειαν σαυτῇ τε κἀμοί Id.El. 974
;μή σοί τιν' αἰσχρὰν π. κληδόνα E. Alc. 315
; π. τινὶ ἔγκλημα, αἰτίαν, Antipho 4.2.4,3.2.4;π. τινὶ αἰσχύνην Pl.Lg. 878c
; π. δεῖμα πατρί, Lat. incutere timorem alicui, E. Ion 584;ὀργὰς ἀκόρεστά τε νείκη Id.Med. 640
(lyr.);συμφορὰς καὶ νόσους τισί Lys.Fr.53
; ὅρκον π. τινί lay an oath upon him, S.Tr. 255; π. τὴν ἑαυτῶν μορφήν τισι contribute their own form, i.e. be like them, Ael.NA14.12.b knock down to a bidder at auction,οἰκίαν PEleph.25.4
(iii B.C.):—[voice] Med., UPZ 114i24 (ii B.C.).c place at a buyer's disposal,αὐτῷ ἱερεῖα PCair.Zen.161.5
(iii B.C.):—[voice] Med., προσεβαλόμεθα τὰ παρ' ἡμῶν we accepted an offer for our crop.., ib.354.22 (iii B.C.).d deliver corn as payment,προσβέβληκεν ἐπὶ θησαυρὸν PRyl.200.1
(ii A.D.), cf. POxy.1440.1 (ii A.D.), etc.; pay in money, PRyl.217.1 (ii A.D., [voice] Pass.), PLond.3.1164 (k) 19 (iii A.D., [voice] Pass.).3 with acc. of the object struck, ἀρούρας π., of the Sun, strike the earth with his rays, Il.7.421, Od.19.433;μή σε π. πέμφιξ A.Fr. 205
; of smells, ;ὀσμὴ π. τὰς ῥῖνας Ael.NA13.21
; χρῶμα οὔτε τὸ προσβάλλον οὔτε τὸ προσβαλλόμενον neither that which strikes [the eye] nor that which is struck, Pl.Tht. 154a; τοὺς ἄνδρας ἠχὼ π. Philostr.VA6.26;π. σε τὸ λιτὸν καὶ αὐτοφυὲς τῆς μούσης Philostr.Jun.Im.10
.4 with acc. of the thing thrown, ἀτμὸν βαρὺν π. D.S.2.12 (v.l. προβ-), cf. Ael.NA14.22;τράγου ὀσμήν Dsc.4.50
;πνοιήν τινι Luc.Syr.D. 30
; of taste, γευσαμένῳ ὅμοιόν τι μήλῳ π. Dsc.4.6, cf. Gal.Vict. Att.1.3: also c. gen., τὰ κρέα ἰχθύων π. sends [a smell] of fish, Str.15.2.2; κνίσης π. Ael.NA14.27; ἰχθυηρᾶς ὀσμῆς π. ib.20: metaph., to be redolent of, τέχνης, Στωικῆς ταλαιπωρίας, Phld.Rh. 2.218,293 S.5 c. dat., attend to, οἷς εἴπαμεν ib.271 S.: abs., Plot.5.5.10.6 μή μ' ἀνάγκῃ προσβάλῃς τάδ' εἰκαθεῖν do not drive me by force to.., S.OC 1178.7 add, throw into the bargain, Antiph.206.5; add an ingredient, Philum.Ven.10.2, Sammelb. 7350.9 (iii/iv A.D.).II intr., strike against, make an attack or assault upon, ; αὐτοῖς, ἀλλήλοις, E.Ph. 724, Th. 1.49; τῇ Οἰνόῃ, τῷ φρουρίῳ, etc., Id.2.19,93, etc.; alsoπρὸς τὸ τεῖχος Hdt.3.155
, 9.86;πρὸς τὰ τείχη Lys.14.33
;πρὸς τὴν πόλιν Th.2.56
;πρὸς τοὺς ὁπλίτας X.An.6.3.6
; πρὸς τὸν λόφον ib.4.2.11: abs., attack, charge, Hdt.7.211, 9.22,25; προσβαλὼν αἱρεῖ τὴν πόλιν by assault, X.HG1.6.13.2 put in with a ship,ἐς τὸν λιμένα Th.8.101
;πρὸς Τάραντα Id.6.44
: c. dat., Σικελίᾳ ib.4;Ἰωνίᾳ Id.8.12
, cf. SIG456.36 (Cos, iii B.C.).3 generally, collide, ; impinge,πρὸς ὄψιν ἢ πρὸς ἀκοήν Id.R. 401c
, cf. Arist.Col. 792a20;ὀσμὴ π. τινί Thphr.HP9.7.1
, D.S.2.19; of winds, Arist.Pr. 947a22; σεισμὸς τῇ Κρήτῃ π. Philostr.VA4.34; π. τοῖς ἄρχουσιν approach them, Plu.Nic.30;ἐκ τῆς Ἀσίας τῇ Ἀττικῇ Id.Phoc.21
; light upon, in argument, Anon.Lond.37.54.B [voice] Med., ταύτην οὔτ' ἔπεϊ προτιβάλλεαι, οὔτε τι ἔργῳ payest no heed to, Il.5.879; but also, throw oneself upon another's protection, A.R.4.1046; π. γυναικὶ περὶ ἀφροδίτης make advances, Sch.Ar.Eq. 514; associate with oneself, Opp.H.5.98.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσβάλλω
См. также в других словарях:
αψίδα — Κάθε καμπύλο ή τοξοειδές κατασκεύασμα από πέτρες ή τούβλα. Στην εκκλησιαστική αρχιτεκτονική, α. λέγεται η κόγχη των ναών. Η λέξη α. είχε στην αρχαία ελληνική άλλη σημασία και χαρακτήριζε κυρίως το δίχτυ, αλλά και τον βρόχο και τη θηλιά. Η λέξη… … Dictionary of Greek
αψίδα — η τόξο, καμάρα, κάθε καμπύλο και τοξοειδές κατασκεύασμα: Πολλά ρωμαϊκά και βυζαντινά οικοδομήματα έχουν στην πρόσοψη και στο εσωτερικό αψίδες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀψῖδα — ἁψίς loop fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁψῖδα — ἁψίς loop fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τόξο ή αψίδα — Kαμπυλόγραμμη κατασκευή, γνωστή από την αρχαιότητα, χρησιμοποιούμενη για την κάλυψη ανοιγμάτων αντί του ευθύγραμμου επιστύλιου. Σημαντική ιδιότητα του τ. είναι η μέσω των αψιδολίθων μεταβίβαση των τάσεων των υπερκείμενων φορτίων προς τα… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Αλγερία — I (Αστρον.).Αστεροειδής που το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι ίσο προς 14,6, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τον Ήλιο και από τη Γη θα είχε φαινόμενο μέγεθος 10,5. II Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
Ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… … Dictionary of Greek
ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… … Dictionary of Greek
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek
Λιβύη — I Αγία της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Μαρτύρησε με ξίφος. Η μνήμη της τιμάται στις 25 Ιουνίου. II Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν κόρη του Έπαφου, βασιλιά της Αιγύπτου. Έπειτα από δεσμό της με τον Ποσειδώνα απέκτησε τον Λέλεγα,… … Dictionary of Greek