-
1 Αλος
-
2 Ἄλος
-
3 άλος
-
4 ἇλος
-
5 αλός
-
6 ἁλός
-
7 ἇλος
1 nail fig. τίς δὲ κίνδυνος κρατεροῖς ἀδάμαντος δῆσεν ἅλοις; P. 4.71 -
8 ἇλος
-
9 Ἄλος
Ἄλος: a town in the domain of Achilles, Il. 2.682†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > Ἄλος
-
10 ἁλός
ἅλς, ἁλόςGrammatical information: m.Meaning: `salt' (very often pl.) (Il.)Other forms: f. (only sg.) poetical word for the sea (after θάλασσα or as collective?); since Arist. ἅλας, - ατος n. from the acc. pl., Leumann Hom. Wörter 160f.Dialectal forms: Myc. opia₂ra \/ opihala\/ `coastal regions' cf. ἔφαλος. apia₂ro \/ Amphihalos\/, a₂rie perhaps \/haliēn\/ Perpillou Subst. en -eus, 1973, 61 n. 2, 161.Compounds: ἁλί-πλοος, - πόρφυρος (for ἁλ- after the i-stems, not locatival with Schwyzer 476: 5, 1. On ἁλι-μυρήεις s. μύρομαι. ἁλουργός `who exploits a salt-mine' CEG6,Derivatives: ἅλ-μη `sea-water, brine' ( Od.) with ἁλμυρός `salt, briny' (Od.); from *ἁλυρός (cf. ἁλυ-κός), Schwyzer 482: 6; cf. πλημυρίς. - ἅλιος, (-α), - ον `of the sea' (Hom.) - ἁλιεύς `fisher' (Od.) - ἁλυ-κός `salt' (Hp.).Etymology: Old word found in most IE languages: Lat. sāl (secondary lengthening), OIr. salann, Arm. aɫ (i-stem), Latv. sāls, OCS solь (i-stem, secondary beside the consonant-stem in slanъ `salted' \< * solnъ), Toch. B sālyiye, A sāle. A d-enlargement in Goth. salt etc., Arm. aɫt, and in Balt.-Slav., e.g. Lith. sald-ùs `süß', OCS. sladъ-kъ id. Lith. sólymas points to * seh₂l-, other languages require * sh₂-el. This gives an original paradigm nom. *seh₂-(ōl?), acc. sh₂-el-m, gen. * sh₂-l-os. On possible Sanskrit cognates Thieme ZDMG 111 (1961) 94ff.See also: ΆλοσυδνηPage in Frisk: 1,78-79Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἁλός
-
11 ἅλς
, ἁλός + ὁ N 3 8-11-3-4-8=34 Gn 14,3; 19,26; Lv 2,13(ter)salt (also pl.); see ἅλαςCf. HARL 1986a, 157(Gn 14,3); WALTERS 1973, 137; →NIDNTT; TWNT(sub ἅλας) -
12 ἅλς
ἅλς (ᾰλός, ᾰλα)1 sea lit.ἐγγὺς ἐλθὼν πολιᾶς ἁλὸς O. 1.71
βλάστε μὲν ἐξ ἁλὸς ὑγρᾶς νᾶσος O. 7.69
ὑπὲρ πολιᾶς ἁλὸς P. 2.68
ἁλὸς βαθεῖαν κέλευθον ἀνοίγων P. 5.88
ἐς μυχοὺς ἁλὸς P. 6.13
ἀβάταν ἅλα κιόνων ὕπερ Ἡρακλέος περᾶν N. 3.21
οὐ μέμψεταί μ' ἀνὴρ Ἰονίας ὑπὲρ ἁλὸς οἰκέων N. 7.65
νιν ἐρειδόμενον ναυαγίαις ἐξ ἀμετρήτας ἁλὸς ἐν κρυοέσσᾳ δέξατο συντυχίᾳ I. 1.37
γαίας τε πάσας καὶ βαθύκρημνον πολιᾶς ἁλὸς ἐξευρὼν θέναρ I. 4.56
ἁλὸς ἐπὶ κῦμα βάντες ἦλθον ἄγγελοι Pae. 6.100
]δἁλινα[ Θρ. 5c. 5. -
13 ἅλς
A salt,πάσσε δ' ἁλὸς θείοιο Il.9.214
, cf. Od.17.455; ἁλὸς μέταλλον a salt-mine, Hdt.4.185; ἁλὸς χόνδροι lumps of rock-salt, ib. 181 : sg. also Ar.Ach. 835, Philyll.28, Axionic.8: more freq. in pl., Od.11.123, Hdt.4.53, al., etc.:—prov. phrases:οὐ σύ γ' ἂν.. σῷ ἐπιστάτη οὐδ' ἅλα δοίης Od.17.455
;φῄς μοι πάντα δόμεν· τάχα δ'.. οὐδ' ἅλα δοίης Theoc.27.61
; ἅλας συναναλῶσαι, i.e. to be bound by ties of hospitality, Arist.EN 1156b27; τῶν ἁλῶν συγκατεδηδοκέναι μέδιμνον to have eaten a bushel of salt together, i.e. to be old friends, Com.Adesp.176; οἱ περὶ ἅλα καὶ κύαμον, of friends, Plu.2.684e, cf. Arist.EE 1238a3;ὅρκον μέγαν, ἅλας τε καὶ τράπεζαν Archil.96
;ποῦ ἅλες; ποῦ τράπεζαι; D.19.189
; τοὺς ἅλας παραβαίνειν ib.191;τοὺς τῆς πόλεως ἅλας περὶ πλείονος ποιήσασθαι τῆς ξενικῆς τραπέζης Aeschin.3.224
; ἁλῶν δὲ φόρτος ἔνθεν ἦλθεν, ἔνθ' ἔβη 'light come, light go', Zen.2.20; ἅλασιν ὕει, of great abundance, Suid.2 in pl. of medical preparations, Dsc.5.109.II brine, Call.Fr.50.2ἃ. Ἰνδικός
sugar,Archig.
ap. Paul.Aeg.2.53.IV ἅλες, οἱ, metaph., like Lat. sales, wit, possible but unlikely in Pl. Smp. 177b, Ep.Col.4.6; certain in Plu.2.854c; ἅλες called " χάριτες" ib.685a. (Cf.sq.)------------------------------------Aἁλὸς πολιοῖο Il.20.229
), sea (generally of shallow water near shore),εἰς ἅλα δῖαν Il.1.141
; in sea-water,Od.
2.261;ἢ ἁλὸς ἢ ἐπὶ γῆς 12.27
: sts. pleonast.πόντος ἁλός Il.21.59
, Thgn.10; ἁλὸς πελάγη or πέλαγος, Od.5.335, h.Ap. 73, E.Tr.88;πελαγίαν ἅλα A.Pers. 427
;παρ' ἁλμυρὰν ἅλα E.Ba.17
; in pl. (with a pun on ἅλς A), Ar.Ach. 760.—Poet. word: nom. only Emp.56. (Cf. Lat. sal: both masc. and fem. are from the same root.) -
14 Αλω
Ἄληςmasc gen sg (attic epic ionic)Ἄλοςmasc nom /voc /acc dualἌλοςmasc gen sg (doric aeolic)——————Ἄλοςmasc dat sg -
15 πολιός
a of things, white flecked, greyἐγγὺς ἐλθὼν πολιᾶς ἁλὸς O. 1.71
πολιᾶς ἔνδον θαλάσσας O. 7.61
ὑπὲρ πολιᾶς ἁλὸς P. 2.68
πολιῷ χαλκῷ P. 3.48
, P. 11.20πολιᾶς ἁλὸς I. 4.56
b as a sign of age, hoary “ φύονται δὲ καὶ νέοις ἐν ἀνδράσιν πολιαὶ (sc. τρίχες) O. 4.26 “ τίς ἀνθρώπων σε χαμαιγενέων πολιᾶς ἐξανῆκεν γαστρός;” Pelias addresses Jason abusively P. 4.98Ἀίδαν γῆράς τε δέξασθαι πολιὸν I. 6.15
-
16 ὑπέρ
1 prep., (anastrophe P. 4.26, N. 3.21, N. 7.42, I. 6.3, fr. 292, Δ. 4. a. 4.)a c. acc.,I above, over, acrossἀβάπτιστος εἶμι φελλὸς ὣς ὑπὲρ ἕρκος ἅλμας P. 2.80
πανδείματοι μὲν ὑπὲρ πόντιον Ἕλλας πόρον ἱερόν (sc. ἔφυγον simm.) fr. 189.II beyond, exceedingβροτῶν φάτις ὑπὲρ τὸν ἀλαθῆ λόγον δεδαιδαλμένοι ψεύδεσι ποικίλοις ἐξαπατῶντι μῦθοι O. 1.28
b c. gen.,I over, acrossὑπὲρ πολιᾶς ἁλὸς πέμπεται P. 2.68
“ φέρομεν νώτων ὕπερ γαίας ἐρήμων ἐννάλιον δόρυ” P. 4.26 “ καὶ μέλλεις ὑπὲρ πόντου Διὸς ἔξοχον ποτὶ κᾶπον ἐνεῖκαι” P. 9.52ἐγὼ μὲν ὑπὲρ χθονὸς ὑπέρ τ' ὠκεανοῦ Pae. 8.14
( ἡ δὲ διάνοια πέτεται) τᾶς τε γᾶς ὑπένερθε οὐρανοῦ θ' ὕπερ fr. 292.II aboveἐπειδὴ τὸν ὑπὲρ κεφαλᾶς γε Ταντάλου λίθον παρά τις ἔτρεψεν ἄμμι θεός I. 8.9
χρύσεαι δ ἓξ ὑπὲρ αἰετοῦ ἄειδον Κηληδόνες Pae. 8.70
g beyond of distance ταί θ' ὑπὲρ Κύμας ἁλιερκέες ὄχθαι (i. e. Klippen vor Kyme, Fränkel: Pithecusae) P. 1.18ἀβάταν ἅλα κιόνων ὕπερ Ἡρακλέος περᾶν εὐμαρές N. 3.21
ἐὼν δ' ἐγγὺς Ἀχαιὸς οὐ μέμψεταί μ ἀνὴρ Ἰονίας ὑπὲρ ἁλὸς οἰκέων (Alii cum sch. Epirotas significari credunt, opinantes mare Adriaticum dici superius, Ionium inferius, Epirum autem adiacere Adriatico mari, h. e. supra Ionium esse, Dissen) N. 7.65 ὑπὲ]ρ Αὐσονία[ς ἁλὸς (of the Epizephyrian Locrians) fr. 140b. 6.IV of superiority, beyondμᾶκος δὲ Νικεὺς ἔδικε πέτρῳ χέρα κυκλώσαις ὑπὲρ ἁπάντων O. 10.72
ὑπὲρ πολλῶν τε τιμαλφεῖν λόγοις νίκαν N. 9.54
μακρὰ δισκήσαις ἀκοντίσσαιμι τοσοῦθ, ὅσον ὀργὰν λτ;γτ;εινοκράτης ὑπὲρ ἀνθρώπων γλυκεῖαν ἔσχεν I. 2.36
τί ἔλπεαι σοφίαν ἔμμεν, ἃν ὀλίγον τοι ἀνὴρ ὑπὲρ ἀνδρὸς ἴσχει fr. 61. 2.V on behalf ofκάρυξ ἀνέειπέ νιν ἀγγέλλων Ἱέρωνος ὑπὲρ καλλινίκου ἅρμασι P. 1.32
ἱκέτας Αἰακοῦ σεμνῶν γονάτων πόλιός θ' ὑπὲρ φίλας ἀστῶν θ ὑπὲρ τῶνδ ἅπτομαι N. 8.13
—4.κρατῆρα Μοισαίων μελέων κίρναμεν Λάμπωνος εὐαέθλου γενεᾶς ὕπερ I. 6.3
θύεται γὰρ ἀγλαᾶς ὑπὲρ Πανελλάδος Pae. 6.62
Ἀλαλά ᾇ θύεται ἄνδρες ὑπὲρ πόλιος fr. 78. 3.VI on account ofἵνα κρεῶν νιν ὕπερ μάχας ἔλασεν ἀντιτυχόντ' ἀνὴρ μαχαίρᾳ N. 7.42
ἆγε σὺν Τιρυνθίοισιν πρόφρονα σύμμαχον ἐς Τροίαν Λαομεδοντιᾶν ὑπὲρ ἀμπλακιᾶν I. 6.29
2 adv., above πατὴρ ὕπερ /κρέμασε καρτερὸν αὐτῷ λίθον O. 1.57
καὶ σκοπιαῖσιν [ἄκρ]αις ὀρέων ὕπερ ἔστα (sc. Ἀπόλλων: cf. Pae. 12.11) fr. 51a. 3.3 frag. ]ων ὕπερ Δ. 4. a. 4. -
17 βένθος
A = βάθος, depth of the sea,κατὰ βένθος ἁλός Il. 18.38
,49;ἁλὸς βένθοσδε Od.4.780
, 8.51: in pl., ;ἐν βένθεσσιν ἁλός Il.1.358
;βένθεσι λίμνης 13.21
, 32; alsoβαθείης βένθεσιν ὕλης Od.17.316
: metaph.,βένθεϊ σῆς κραδίης AP5.273
(Paul. Sil.).—Used also by Emp.35.3, al., Pi. O.7.57, and in lyr., E.Fr. 304, Ar.Ra. 666. (Cf. βαθύς.) -
18 Ώλος
-
19 Ὦλος
-
20 ἐκ
ἐκ, ἐξ (ἐξ before vowels: following its noun O. 7.91, O. 13.29, P. 2.19, O. 8.59 coni.: repeated P. 4.161, O. 9.68, Θρ. 3. 3 cod.; combined with1ἀπό P. 4.174
, cf. O. 6.101, N. 5.7; separated from its noun by a verb P. 4.121) prep. c. gen.1 froma with verb of movement.βασιλεὺς δ' ἐπεὶ πετραέσσας ἐλαύνων ἵκετ ἐκ Πυθῶνος O. 6.48
Λικύμνιον ἐλθόντ' ἐκ θαλάμων Μιδέας O. 7.29
βλάστε μὲν ἐξ ἁλὸς ὑγρᾶς νᾶσος O. 7.69
ἀφίκοντο δέ οἱ ξένοι ἔκ τ' Ἄργεος ἔκ τε Θηβᾶν O. 9.68
στεφάνων ἐγκώμιον τεθμόν, τὸν ἄγει πεδίων ἐκ Πίσας O. 13.29
ἐκ Λυκίας δὲ Γλαῦκον ἐλθόντα O. 13.60
τᾶς ἐρεύγονται μὲν ἀπλάτου πυρὸς ἁγνόταται ἐκ μυχῶν παγαί P. 1.22
“ ἐξ ὠκεανοῦ φέρομεν ἐννάλιον δόρυ” P. 4.26 “ κατακλυσθεῖσαν ἐκ δούρατος” (sc. βώλακα) P. 4.38 “ βέλος ἐξ ἀνικάτου φαρέτρας ὀρνύμενον” P. 4.91 ἐκ δὲ Μεσσάνας Ἀμυ- θάν (sc. ἦλθε) P. 4.126ἦλθον ἔκ τε Πύλου καὶ ἀπ' ἄκρας Ταινάρου P. 4.174
ἦλθες ἐξ ἀγλαῶν ἀέθλων P. 5.52
ἦλθέ τοι Νεμέας ἐξ ἐρατῶν ἀέθλων παῖς N. 6.12
φιάλαισι ἅς ποθ' ἵπποι πέμψαν ἐκ τᾶς ἱερᾶς Σικυῶνος N. 9.53
ἐκ δὲ Πελλάνας (sc. ἀπέβαν) N. 10.44 ἢ ὅτε καρτερᾶς Ἄδραστον ἐξ ἀλαλᾶς ἄμπεμψας; I. 7.10 ]ἄπεπλος ἐκ λεχέων νεοτόκων [ ]νόρουσε Pae. 20.14
]βαμεν ἐξ Ὀλύμπου Pae. 22.6
προβάτων γὰρ ἐκ πάντων κελάρυξεν θηλᾶν γάλα fr. *104b. 1.* ποι]κίλω[ν ἐ]κ λεχέω[ν ἀπέ]διλ[ος (supp. Lobel)fr. 169. 36.b esp. (release, free, take, separate) from. τίνα βάλλομεν ἐκ μαλθακᾶς αὖτε φρενὸς εὐκλέας ὀιστοὺς ἱέντες; O. 2.90παῖδα ἔλυσεν ἐξ ἀτιμίας O. 4.20
ἀγαθαὶ δὲ πέλοντ' ἐν χειμερίᾳ νυκτὶ θοᾶς ἐκ ναὸς ἀπεσκίμφθαι δὔ ἄγκυραι O. 6.101
ἄνδρ' ἐκ θανάτου κομίσαι P. 3.56
παῖδ' ἐκ νεκροῦ ἅρπασε P. 3.43
ἐκ προτέρων μεταμειψάμενοι καμάτων P. 3.96
“ ἐκ πόντου σαώθη ἔκ τε ματρυιᾶς ἀθέων βελέων” P. 4.161—2.Κυράνας· τὰν ὁ χαιτάεις ἀνεμοσφαράγων ἐκ Παλίου κόλπων ποτὲ Λατοίδας ἅρπασ P. 9.5
“ ἐκ λεχέων κεῖραι μελιαδέα ποίαν;” P. 9.37τὸν δὴ ἐκ δόλου τροφὸς ἄνελε δυσπενθέος P. 11.18
ἀλλ' ἐπεὶ ἐκ τούτων φίλον ἄνδρα πόνων ἐρρύσατο P. 12.18
βίαια πάντ' ἐκ ποδὸς ἐρύσαις N. 7.67
ἀλλὰ βροτῶν τὸν μὲν κενεόφρονες αὖχαι ἐξ ἀγαθῶν ἔβαλον N. 11.30
( ἄρουρα)ἐξ ἀμετρήτας ἁλὸς ἐν κρυοέσσᾳ δέξατο συντυχίᾳ I. 1.37
ἐκ λεχέων ἀνάγει φάμαν παλαιὰν εὐκλέων ἔργων I. 4.22
ἐκ μεγάλων δὲ πενθέων λυθέντες I. 8.6
ἐκ πυ[ρ ἁρπά]ξαισα[ (supp. Lobel) Θρ. 4. 2.c (arising, coming) from, in various senses.I from (persons).μῶμος ἐξ ἄλλων κρέμαται φθονεόντων τοῖς O. 6.74
εἰ δ' ἐγὼ Μελησία ἐξ ἀγενείων κῦδος ἀνέδραμον ὕμνῳ O. 8.54
τὸ δ' ἐκ Διὸς ἀνθρώποις σαφὲς οὐχ ἕπεται τέκμαρ i. e. as for what comes from Zeus N. 11.43 τὸ γάρ ἐστι μόνον ἐκ θεῶν sc. the soul fr. 131b. 3. esp. born of, descended fromτὸ μὲν γὰρ πατρόθεν ἐκ Διὸς εὔχονται O. 7.23
ἀλλ' ὥτε παῖς ἐξ ἀλόχου πατρὶ ποθεινὸς O. 10.86
σάφα δαεὶς ἅ τε οἱ πατέρων ὀρθαὶ φρένες ἐξ ἀγαθῶν ἔχρεον O. 7.91
βασιλεύς, ἐξ ὠκεανοῦ γένος ἥρως δεύτερος P. 9.14
πατρὸς δ' ἀμφοτέραις ἐξ ἑνὸς ἀριστομάχου γένος Ἡρακλέος βασιλεύει P. 10.2
ἐκ δὲ Κρόνου καὶ Ζηνὸς ἥρωας αἰχματὰς φυτευθέντας καὶ ἀπὸ χρυσεᾶν Νηρηίδων Αἰακίδας ἐγέραιρεν N. 5.7
ἐκ μιᾶς δὲ πνέομεν ματρὸς ἀμφότεροι N. 6.1
συμβαλεῖν μὰν εὐμαρὲς ἦν τό τε Πεισάνδρου πάλαι αἶμ' ἀπὸ Σπάρτας καὶ παῤ Ἰσμηνοῦ ῥοᾶν κεκραμένον ἐκ Μελανίπποιο μάτρωος N. 11.37
“ λίσσομαι παῖδα θρασὺν ἐξ Ἐριβοίας ἀνδρὶ τῷδε τελέσαι” I. 6.45 φιλόμαχον γένος ἐκ Περσέος fr. 164.II from (things), (won) from, ἐρέω ταύταν χάριν, τὰν δ' ἔπειτ ἀνδρῶν μάχας ἐκ παγκρατίου (Schr.: μάχαν codd.) O. 8.59ἐξ ἱερῶν ἀέθλων μέλλοντα ποθεινοτάταν δόξαν φέρειν O. 8.64
Ὀλυμπίᾳ στεφανωσάμενος καὶ δὶς ἐκ Πυθῶνος O. 12.18
κέρδος δὲ φίλτατον, ἑκόντος εἴ τις ἐκ δόμων φέροι P. 8.14
τέσσαρας ἐξ ἀέθλων νίκας ἐκόμιξαν N. 2.19
ἐπεὶ στεφάνους ἓξ ὤπασεν Κάδμου στρατῷ ἐξ ἀέθλων I. 1.11
ὁ γὰρ ἐξ οἴκου ποτὶ μῶμον ἔπαινος κίρναται *fr. 181*. (developing) from, out of,ἐξ ὀνείρου δαὐτίκα ἦν ὕπαρ O. 13.66
πολλὰν δ' ὄρει πῦρ ἐξ ἑνὸς σπέρματος ἐνθορὸν ἀίστωσεν ὕλαν P. 3.36
“φαμὶ γὰρ τᾶσδ' ἐξ ἁλιπλάκτου ποτὲ γᾶς Ἐπάφοιο κόραν ἀστέων ῥίζαν φυτεύσεσθαι” P. 4.14ἐκ δ' ἄῤ αὐτοῦ πομφόλυξαν δάκρυα γηραλέων γλεφάρων P. 4.121
“ μή τι νεώτερον ἐξ αὐτῶν ἀναστάῃ κακόν” P. 4.155εἰρεσία δ' ὑπεχώρησεν ταχειᾶν ἐκ παλαμᾶν ἄκορος P. 4.202
ἀοιδοὶ ἄρχονται Διὸς ἐκ προοιμίου N. 2.3
( ἄρουραι)βίον ἀνδράσιν ἐπηετανὸν ἐκ πεδίων ἔδοσαν N. 6.10
]ἐκ φρεν[ὸς (supp. Snell) Πα. 7A. 5. ἐξ ἀδάμαντος ἢ σιδάρου κεχάλκευται μέλαιναν καρδίαν fr. 123. 4. ἔντι [δὲ καὶ] θάλλοντος ἐκ κισσοῦ στεφάνων Διο[νύσου (sc. ἀοιδαί: supp. Wil., Schneidewin: ἐκ etiam ante Διο- habet cod.: del. Wil.) Θρ. 3. 3. = fr. 128 Schr. ψυχὰς ἐκ τᾶν βασιλῆες ἀγαυοὶ αὔξοντ fr. 133. 3.III of place of originἀνδρὸς ἀμφὶ παλαίσμασιν φόρμιγγ' ἐλελίζων κλεινᾶς ἐξ Ὀπόεντος O. 9.14
δέξαι στεφάνωμα τόδ' ἐκ Πυθῶνος εὐδόξῳ Μίδᾳ P. 12.5
κατένευσέν τέ οἱ ὀρσινεφὴς ἐξ οὐρανοῦ Ζεὺς N. 5.34
IV of source of sounds,τῷ μὲν ὁ χρυσοκόμας εὐώδεος ἐξ ἀδύτου ναῶν πλόον εἶπε O. 7.32
ὦρσεν ( Ἀχιλλεὺς)πυρὶ καιόμενος ἐκ Δαναῶν γόον P. 3.103
ἐκ νεφέων δέ οἱ ἀντάυσε βροντᾶς αἴσιον φθέγμα P. 4.197
αὐτίκα δ' ἐκ μεγάρων Χίρωνα προσήνεπε φωνᾷ P. 9.29
ὄφρα τὸν Εὐρυάλας ἐκ καρπαλιμᾶν γενύων χριμφθέντα σὺν ἔντεσι μιμήσαιτ' ἐρικλάγκταν γόον P. 12.20
αἴνιγμα παρθένοἰ ἐξ ἀγριᾶν γνάθων fr. 177d.d ἐξ ἀργυρέων κεράτων πινόντες fr. 166. 4.2 of time.a after, from (the time of)χώραν Δωριεῖ λαῷ ταμιευομέναν ἐξ Αἰακοῦ O. 8.30
Λοκρὶς παρθένος πολεμίων καμάτων ἐξ ἀμαχάνων διὰ τεὰν δύναμιν δρακεῖσ' ἀσφαλές P. 2.19
ἀλλὰ νῦν μοι Γαιάοχος εὐδίαν ὄπασσεν ἐκ χειμῶνος I. 7.39
θεῷ δὲ δυνατὸν μελαίνας ἐκ νυκτὸς ἀμίαντον ὄρσαι φάος fr. 108b. 2. cf. O. 13.66 esp. ἐξ ἀρχᾶς, from the beginningἐθελήσω τοῖσιν ἐξ ἀρχᾶς ἀπὸ Τλαπολέμου ξυνὸν ἀγγέλλων διορθῶσαι λόγον O. 7.20
ἀλλ' ἐν ἕκτᾳ πάντα λόγον θέμενος σπουδαῖον ἐξ ἀρχᾶς ἀνὴρ συγγενέσιν παρεκοινᾶθ P. 4.132
ἢ γαῖαν κατακλύσαισα θήσεις ἀνδρῶν νέον ἐξ ἀρχᾶς γένος; Pae. 9.20
b ἐξ οὗa from the time whenἐξ οὗπερ ἔκτεινε Λᾷον μόριμος υἱὸς O. 2.38
II and ever since, and from then onἐξ οὗ πολύκλειτον καθ' Ἕλλανας γένος Ἰαμιδᾶν O. 6.71
ἐξ οὗ παραγορεῖτο μή ποτε σφετέρας ἄτερθε ταξιοῦσθαι δαμασιμβρότου αἰχμᾶς O. 9.76
3 of agency, in various senses.I byθέσφατον ἦν Πελίαν ἐξ ἀγαυῶν Αἰολιδᾶν θανέμεν P. 4.72
II of gods, by the will, gift, agency ofἐκ θεοῦ δ' ἀνὴρ σοφαῖς ἀνθεῖ πραπίδεσσιν ὁμοίως O. 11.10
ἐκ θεῶν γὰρ μαχαναὶ πᾶσαι βροτέαις ἀρεταῖς P. 1.41
μὴ φθονεραῖς ἐκ θεῶν μετατροπίαις ἐπικύρσαιεν P. 10.20
Ζεῦ, μεγάλαι δ' ἀρεταὶ θνατοῖς ἕπονται ἐκ σέθεν I. 3.5
b of things.I byΝεστόρειον γὰρ ἵππος ἅρμἐπέδα Πάριος ἐκ βελέων δαιχθείς P. 6.33
II as a result of; from, by reason ofΝέστορα ἐξ ἐπέων κελαδεννῶν γινώσκομεν P. 3.113
ὁ δὲ καλόν τι νέον λαχὼν ἁβρότατος ἔπι μεγάλας ἐξ ἐλπίδος πέταται ὑποπτέροις ἀνορέαις P. 8.90
τᾷ Δαιδάλου δὲ μαχαίρᾳ φύτευέ οἱ θάνατον ἐκ λόχου Πελίαο παῖς N. 4.60
ἐκ πόνων δ, οἳ σὺν νεότατι γένωνται σύν τε δίκᾳ, τελέθει πρὸς γῆρας αἰὼν ἡμέρα N. 9.44
4 from, of expressing distinction from a group “ μόνος γὰρ ἐκ Δαναῶν στρατοῦ θανόντος ὀστέα λέξαις υἱοῦ” P. 8.52 esp. beyond, aboveκεῖναι γὰρ ἐξ ἀλλᾶν ὁδὸν ἁγεμονεῦσαι ταύταν ἐπίστανται O. 6.25
τῷ μὲν κῦδος ἐξ ἀμφικτιόνων ἔπορεν ἱπποδρομίας P. 4.66
ἐκ δὲ περικτιόνων ἑκκαίδεκ' Ἀρισταγόραν ἀγλααὶ νῖκαι ἐστεφάνωσαν N. 11.19
5a in tmesis. ἐκ δ' ἐγένοντο (v. ἑκγίνομαι) P. 2.46 ἐκ δὲ τελευτάσει (v. ἐκτελευτάω) P. 12.29 ἐκ δ' ἄῤ ἄτλατον δέος πλᾶξε (v. ἐκπλάσσω) N. 1.49c fragg. ]πρὶν Στυγὸς ὅρκιον ἐξ εὔ[ Pae. 6.155
]ν ὕμνων σέλας ἐξ ἀκαμαν[το Pae. 18.5
См. также в других словарях:
Ἄλος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άλος — Ονομασία τριών αρχαίων πόλεων. 1. Κωμόπολη της αρχαίας Μαγνησίας στη Θεσσαλία. Υπολογίζεται ότι βρισκόταν ανάμεσα στον σημερινό Βόλο και στη Νέα Αγχίαλο. 2. Παράκτια πόλη της Λοκρίδας. 3. Πόλη της Θεσσαλίας που καταστράφηκε το 364 π.Χ. από τον… … Dictionary of Greek
ἁλός — ἅλς salt masc/fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἇλος — ἇ̱λος , ἧλος nail head masc nom sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλοκόκ(κ)αλος — η, ο αυτός που έχει γερά κόκαλα, δηλ. γερή κράση («ήτον εφτάψυχος αυτός ο καλοκόκκαλος», Παπαδ.) … Dictionary of Greek
μονοκόκ(κ)αλος — η, ο 1. (για άνθρωπο ή ζώο) αυτός που αποτελείται κατά κάποιο τρόπο από ένα μόνο κόκαλο 2. δύσκαμπτος, άκαμπτος 3. σκληροτράχηλος, ισχυρογνώμων 4. ειλικρινής, ευθύς, ντόμπρος … Dictionary of Greek
Ὦλος — Ἄλος , Ἄλος masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἄλε — Ἄλος masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἄλοισιν — Ἄλος masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἄλον — Ἄλος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἄλους — Ἄλος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)