Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἁγνώμονα

См. также в других словарях:

  • ἁγνώμονα — ἀγνώμονα , ἀγνώμων ill judging neut nom/voc/acc pl ἀγνώμονα , ἀγνώμων ill judging masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγνώμονα — ἀγνώμων ill judging neut nom/voc/acc pl ἀγνώμων ill judging masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγνώμον' — ἀγνώμονα , ἀγνώμων ill judging neut nom/voc/acc pl ἀγνώμονα , ἀγνώμων ill judging masc/fem acc sg ἀγνώμονι , ἀγνώμων ill judging dat sg ἀγνώμονε , ἀγνώμων ill judging nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • безчиньнѣи — (2*) сравн. степ. к безчиньныи: нѣ(с) бещиннѣи скотины ти чл҃вкъ чл҃вче. ѥго же впадша в ровъ или заблужьша възвести и пригнати законъ повелѣваеть. (ἀτιμιώτερος) ГБ XIV, 104а; и ест҃во наше худое всѣ(х) и неразумнѣишее и бесчиннѣишее всѣ(х)… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • αγνωμονεύω — ἀγνωμονεύω (Α) βλ. αγνώμονα). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγνώμων + κατάλ. εύω] …   Dictionary of Greek

  • αρχέλαος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ηρακλείδης, γιος του κατακτητή του Άργους Τημένου, που τον έδιωξαν οι αδελφοί του και πήγε στον βασιλιά της Μακεδονίας Κισσέα. Εκείνος του υποσχέθηκε ότι θα του δώσει σύζυγο την κόρη του, αν τον βοηθούσε σε μια δύσκολη… …   Dictionary of Greek

  • κόρφος — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ., 469 κάτ.) του νομού Κορινθίας. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του νομού, στον Σαρωνικό κόλπο, 45 χλμ. ΝΑ της Κορίνθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σολυγείας. Ο οικισμός Κόρφος του νομού Κορινθίας, στον… …   Dictionary of Greek

  • τρέφω — ΝΜΑ, και θρέφω Ν, και δωρ. τ. τράφω Α 1. δίνω τροφή, ταΐζω (α. «τόν τρέφει με μέλι και με γάλα» β. «πότε σὲ εἴδομεν πεινῶντα καὶ ἐθρέψαμεν», ΚΔ) 2. δίνω άφθονη τροφή σε ζώο για να παχύνει (α. «τρέφει γουρούνια» β. «μῆλα... τρέφοι», Ομ. Οδ.) 3.… …   Dictionary of Greek

  • χαλώ — χαλῶ, άω, ΝΜΑ, και χαλνώ, άω, Ν, και χαλάζω και χαλαίνω Α ναυτ. κατεβάζω ιστίο ή σημαία νεοελλ. μσν. 1. επιφέρω βλάβη στην κανονική λειτουργία ενός συστήματος («τό χάλασες το ρολόι») 2. καταστρέφω 3. (σχετικά με κτίσμα) κατεδαφίζω, γκρεμίζω (α.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»