-
1 αγνώμονα
ἀγνώμωνill-judging: neut nom /voc /acc plἀγνώμωνill-judging: masc /fem acc sg——————ἀγνώμονα, ἀγνώμωνill-judging: neut nom /voc /acc plἀγνώμονα, ἀγνώμωνill-judging: masc /fem acc sg -
2 ἀγνώμονα
Βλ. λ. αγνώμονα -
3 ἁγνώμονα
Βλ. λ. αγνώμονα -
4 αγνώμον'
ἀγνώμονα, ἀγνώμωνill-judging: neut nom /voc /acc plἀγνώμονα, ἀγνώμωνill-judging: masc /fem acc sgἀγνώμονι, ἀγνώμωνill-judging: dat sgἀγνώμονε, ἀγνώμωνill-judging: nom /voc /acc dual -
5 ἀγνώμον'
ἀγνώμονα, ἀγνώμωνill-judging: neut nom /voc /acc plἀγνώμονα, ἀγνώμωνill-judging: masc /fem acc sgἀγνώμονι, ἀγνώμωνill-judging: dat sgἀγνώμονε, ἀγνώμωνill-judging: nom /voc /acc dual -
6 ἀγνώμων
A ill-judging, senseless, Thgn.1260 codd. (s.v.l.), Pi.O.8.60, Pl.Phdr. 275b;ὥσπερ κυνίδιον τοῖς εἴκουσιν ἀ. Phld.Lib.p.10
O.; opp. μετὰ λογισμοῦ πράττειν, Men.617; inconsiderate,τὸ ἄ. καὶ θυμοειδές Hp.
Aët. 16. Adv.- όνως senselessly, X.HG6.3.11, etc.;ἀ. ἔχειν D.2.26
.2 headstrong, reckless, (in [comp] Comp.) Hdt.9.41: [comp] Sup., X.Mem.1.2.26.3 unfeeling, hard-hearted, ; of judges, X.Mem.2.8.5; joined with ἀχάριστος, Id.Cyr.8.3.49, cf. Mem.2.10.3, D.21.97; esp. ignoring one's debts, Ulp.ad D.2.26, Jul. Or.3.117e ([comp] Comp.);ἀ. περὶ τὰς ἀποδόσεις Luc.Herm.10
.4 unknowing, in ignorance,ἀ. πλανᾶσθαι Hp.Vict.1.6
.II of things, senseless, brute, Aeschin.3.244; also φρονοῦσαν θνητὰ κοὐκ ἀγνώμονα (neut. pl.) S.Tr. 473.III of horses, without the teeth that tell the age ([etym.] γνώμονες) Poll.1.182. [ ᾰγν- only in Man.5.338.]Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀγνώμων
-
7 ὠμός
I prop. of flesh, raw, uncooked, Il.22.347, al.; opp. ὀπταλέος, Od.12.396; ὠμὸν καταφαγεῖν τινα or ὠμοῦ ἐσθίειν τινός to eat one raw, prov. of savage cruelty, X.An.4.8.14, HG3.3.6; soὠμὸν βεβρώθοις Πρίαμον Il.4.35
, cf. Od.18.87, etc.2 of eggs, Thphr. Vert.2; of vegetables,μύκητας ὠμοὺς.. φαγεῖν Antiph.188
;κριθαί Luc.Asin.17
; cf. ὠμήλυσις.3 of water, crude, opp. ἄπεφθος, Alex.198; also of milk, Arist.Mete. 380b8.4 of fruit, uncooked by the sun, unripe, opp. πέπων, Ar.Eq. 260 (troch.), cf. X.Oec.19.19 ([comp] Comp.), Arist.Mete. 380b7.5 of pitch, opp. ἑφθή, Gp.6.5.5, cf. Plb.5.89.6; of pottery, unbaked,χύτραι Dsc.1.68
, Gp.10.21.1;κέραμος ὠμός Arist.Mete. 380b8
, cf. GA 743a9: even of soil which needs to be exposed to the sun,ὡς ἡ ὠμὴ αὐτῆς ὀπτῷτο X.Oec.16.15
.6 of food, undigested, Anon.Lond.25.7, al., Plu.2.131c, 133d; of a person, suffering from indigestion, Philostr.Gym.54; also οὖρα, ὑποχωρήσεις, κατάρροι, Arist.Mete. 380b5.II metaph., savage, fierce, cruel, [δεσπόται] ὠμοί τε δούλοις A.Ag. 1045
;ὠ. φρόνημα Id.Th. 536
;ὠμῇ ξὺν ὀργῇ Id.Supp. 187
; ;τὰ.. Ἀγαμέμνονος κλύεις ὠμὰ καὶ πάντολμ' E.IA 913
(troch.);ὠμὸς ἔς τινα Id.Hipp. 1264
; and so in Prose,ὠμὸν τὸ βούλευμα.. ἐγνῶσθαι Th. 3.36
; οὕτως ὠμὴ <ἡ> στάσις προὐχώρησε ib.82;θηρευταὶ ὠμοὶ καὶ ἄνομοι Pl.Lg. 823e
; ὠμὴ ψυχή ib. 718d;χαλεπὸς καὶ ὠ. X.An.2.6.12
;τὸν οὕτως ὠμόν, τὸν οὕτως ἀγνώμονα D.21.97
; ὠμοὶ χρόνοι hard times, IG3.1372 (metr.). Adv.,ὠμῶς καὶ ἀπαραιτήτως Th.3
.[84], cf. X. Vect.5.6;ὠ. καὶ σχετλίως ἔχειν Isoc.19.31
;ὠ. καὶ πικρῶς D.29.2
;ὠ. ἀποκτείνειν Lys.13.63
codd. ὁμοίως Lipsius): [comp] Sup.,ὠμότατα διακεῖσθαι πρός τινα Isoc.9.49
.2 harsh, rough, cruel, ; ; πῶς ἂν ὠμότερος συκοφάντης γενοιτ'; a more coarse, more unmitigated sycophant, D.18.212. Adv. ὠμῶς rudely, coarsely, παρελθεῖν ὠ. καὶ ἀναιδῶς ib. 285.3 (from 1.4) ὠμὸν γῆρας an unripe, premature old age, Od. 15.357, Hes.Op. 705 (but ὠμότατον καὶ ἀγριώτατον γῆρας in signf. 11.1, Plu.Mar.2), cf. ὠμογέρων : ὠμὸς τόκος an untimely birth, Philostr. VS2.1.8. (Cf. Skt. āmás 'raw, uncooked'.)
См. также в других словарях:
ἁγνώμονα — ἀγνώμονα , ἀγνώμων ill judging neut nom/voc/acc pl ἀγνώμονα , ἀγνώμων ill judging masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγνώμονα — ἀγνώμων ill judging neut nom/voc/acc pl ἀγνώμων ill judging masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγνώμον' — ἀγνώμονα , ἀγνώμων ill judging neut nom/voc/acc pl ἀγνώμονα , ἀγνώμων ill judging masc/fem acc sg ἀγνώμονι , ἀγνώμων ill judging dat sg ἀγνώμονε , ἀγνώμων ill judging nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
безчиньнѣи — (2*) сравн. степ. к безчиньныи: нѣ(с) бещиннѣи скотины ти чл҃вкъ чл҃вче. ѥго же впадша в ровъ или заблужьша възвести и пригнати законъ повелѣваеть. (ἀτιμιώτερος) ГБ XIV, 104а; и ест҃во наше худое всѣ(х) и неразумнѣишее и бесчиннѣишее всѣ(х)… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
αγνωμονεύω — ἀγνωμονεύω (Α) βλ. αγνώμονα). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγνώμων + κατάλ. εύω] … Dictionary of Greek
αρχέλαος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ηρακλείδης, γιος του κατακτητή του Άργους Τημένου, που τον έδιωξαν οι αδελφοί του και πήγε στον βασιλιά της Μακεδονίας Κισσέα. Εκείνος του υποσχέθηκε ότι θα του δώσει σύζυγο την κόρη του, αν τον βοηθούσε σε μια δύσκολη… … Dictionary of Greek
κόρφος — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ., 469 κάτ.) του νομού Κορινθίας. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του νομού, στον Σαρωνικό κόλπο, 45 χλμ. ΝΑ της Κορίνθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σολυγείας. Ο οικισμός Κόρφος του νομού Κορινθίας, στον… … Dictionary of Greek
τρέφω — ΝΜΑ, και θρέφω Ν, και δωρ. τ. τράφω Α 1. δίνω τροφή, ταΐζω (α. «τόν τρέφει με μέλι και με γάλα» β. «πότε σὲ εἴδομεν πεινῶντα καὶ ἐθρέψαμεν», ΚΔ) 2. δίνω άφθονη τροφή σε ζώο για να παχύνει (α. «τρέφει γουρούνια» β. «μῆλα... τρέφοι», Ομ. Οδ.) 3.… … Dictionary of Greek
χαλώ — χαλῶ, άω, ΝΜΑ, και χαλνώ, άω, Ν, και χαλάζω και χαλαίνω Α ναυτ. κατεβάζω ιστίο ή σημαία νεοελλ. μσν. 1. επιφέρω βλάβη στην κανονική λειτουργία ενός συστήματος («τό χάλασες το ρολόι») 2. καταστρέφω 3. (σχετικά με κτίσμα) κατεδαφίζω, γκρεμίζω (α.… … Dictionary of Greek