-
1 πυρι-φεγγής
πυρι-φεγγής, ές, feuerleuchtend, Orph. Arg. 212 H. 51, 9.
-
2 πυρο-φεγγής
πυρο-φεγγής, ές, = πυριφεγγής, Orac. Sib.; vgl. Lob. Phryn. 686.
-
3 πατρο-φεγγής
πατρο-φεγγής, ές, dasselbe, Sp.
-
4 περι-φεγγής
περι-φεγγής, ές, ringsum strahlend, Ἥλιος, Orph. Arg. 215.
-
5 παμ-φεγγής
παμ-φεγγής, ές, = παμφαής; ἄστρων ῥιπαί, Soph. El. 105; Maneth. 3, 425 u. öfter.
-
6 πολυ-φεγγής
πολυ-φεγγής, ές, viel, stark od. hell leuchtend, Ζεύς, Maneth. 2, 347. 460.
-
7 τηλε-φεγγής
τηλε-φεγγής, ές, weit leuchtend, Psell. de lapid. 4.
-
8 χρῡσεο-φεγγής
χρῡσεο-φεγγής, ές, mit goldenem Scheine, Orph. frg. 7, 28.
-
9 χρῡσο-φεγγής
χρῡσο-φεγγής, ές, goldglänzend, mit goldenem Glanz, Licht, σέλας Aesch. Ag. 279.
-
10 βροτο-φεγγής
βροτο-φεγγής, αἴγλη, den Menschen leuchtend, Ep. ad. 597 (IX, 399).
-
11 μυρο-φεγγής
μυρο-φεγγής, ές, salbenschimmernd, φάνιον, Mel. 78 (XII, 83).
-
12 νυκτερο-φεγγής
νυκτερο-φεγγής, ές, nächtlich leuchtend, Maneth. 3, 393.
-
13 ζα-φεγγής
-
14 καλλι-φεγγής
καλλι-φεγγής, ές, schön leuchtend; Ἕως Eur. Hipp. 457 Tr. 860; Theodect. Stob. fl. 10, 8.
-
15 κλυτο-φεγγής
κλυτο-φεγγής, ές, herrlich leuchtend, ἀστέρες Maneth. 2, 148.
-
16 εὐ-φεγγής
-
17 δυς-φεγγής
δυς-φεγγής, ές, schlecht beleuchtet, dunkel, χωρίον Poll. 5, 109.
-
18 μεγαλο-φεγγής
μεγαλο-φεγγής, ές, Erkl. von ζαφλεγέες, Hesych.
-
19 νεο-φεγγής
νεο-φεγγής, ές, neu scheinend, μήνη, Neumond, Maneth. 2, 489.
-
20 δια-φεγγής
δια-φεγγής, ές, durchglänzend, ὑέλου διαφεγγέστερον ἀστράπτει Luc. Amor. 26.
См. также в других словарях:
εριφεγγής — ἐριφεγγής, ές (Α) αυτός που εκπέμπει μεγάλη λάμψη, πολύ λαμπρός, φεγγοβόλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. μόριο ερι + φεγγής (< φέγγος), τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει (πρβλ. καλλι φεγγής, χρυσο φεγγής)] … Dictionary of Greek
ζαφεγγής — ζαφεγγής, ές (Α) (κατά τον Ησύχ.) πολύ λαμπρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζα * + φεγγης (< φέγγος), πρβλ. ηλιο φεγγής, λαμπρο φεγγής] … Dictionary of Greek
ηεροφεγγής — ἠεροφεγγής, ές (Α) ήεροφαής*, αυτός που λάμπει στον αέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηερο , ιων. τ. τού αερο (< αήρ, πρβλ. ιων. γεν. ηέρος) + φεγγής (< φέγγος), πρβλ. μαρμαρο φεγγής, χρυσο φεγγής] … Dictionary of Greek
ηλιοφεγγής — ἡλιοφεγγής, δωρ. τ. ἁλιοφεγγής, ές (Α) αυτός που φέγγει σαν τον ήλιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο * + φεγγης (< φέγγος, το), πρβλ. αστερο φεγγής, νυκτερο φεγγής] … Dictionary of Greek
θεοφεγγής — θεοφεγγής, ές (AM) αυτός που έχει θεία λάμψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + φεγγής (< φέγγος), πρβλ. ηλιο φεγγής, χρυσο φεγγής] … Dictionary of Greek
ιδιοφεγγής — ἰδιοφεγγής, ές (Α) (για τη σελήνη) αυτός που έχει δικό του φέγγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο * + φεγγης (< φέγγος, το «φως»), πρβλ. ηλιο φεγγής, χρυσο φεγγής]· … Dictionary of Greek
ιεροφεγγής — ἱεροφεγγής, ές (Μ) αυτός που εκπέμπει ιερό φέγγος, ιερή λάμψη, αυτός που έχει ιερό φως. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο) * + φεγγής (< φέγγος), πρβλ. αει φεγγής, καλλι φεγγής] … Dictionary of Greek
καλλιφεγγής — καλλιφεγγής, ές (Α) αυτός που φέγγει καλά («καλλιφεγγὲς ἡλίου σέλας», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + φεγγής (< φέγγος), πρβλ. αγλαο φεγγής, νεο φεγγής] … Dictionary of Greek
κλυτοφεγγής — κλυτοφεγγής, ές (Α) αυτός που έχει λαμπερό φως («κλυτοφεγγεῑς ἀστέρες»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κλυτός + φεγγής (< φέγγος), πρβλ. άστρο φεγγής, λαμπρο φεγγής] … Dictionary of Greek
λαμπαδοφεγγώ — λαμπαδοφεγγῶ, έω (Μ) φωτίζω λαμπρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < *λαμπαδοφεγγής (< λαμπάς, άδος + φεγγής < φέγγος «φως, λάμψη»), πρβλ. αστρο φεγγής, λαμπρο φεγγής)] … Dictionary of Greek
λαμπροφεγγής — λαμπροφεγγής, ές (Α) αυτός που φέγγει λαμπρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαμπρός + φεγγής (< φέγγος, τὸ «φως, λάμψη»), πρβλ. αγλαο φεγγής, νεο φεγγής] … Dictionary of Greek