-
81 ἑπταφαής
ἑπτα-φαής, ές, u. ἑπτα-φεγγής, ές, siebenfach leuchtend -
82 ἐριφεγγής
ἐρι-φεγγής, ές, stark leuchtend; ὁ, ον, von einer jungen Ziege -
83 εὐφεγγής
εὐ-φεγγής, ές, schön leuchtend, strahlend; vom Monde -
84 ζαφεγγής
ζα-φεγγής, ές, sehr leuchtend -
85 ἠερφεγγής
ἠερ-φεγγής, heißt Zeus, in der Luft blitzend -
86 θεοφεγγής
θεο-φεγγής, ές, göttlich leuchtend -
87 ἰδιοφεγγής
ἰδιο-φεγγής, ές, mit eigenem Lichte leuchtend -
88 καλλιφεγγής
καλλι-φεγγής, ές, schön leuchtend -
89 κλυτοφεγγής
κλυτο-φεγγής, ές, herrlich leuchtend -
90 λιποφεγγής
λιπο-φεγγής, ές, ohne Glanz, ohne Licht, dunkel -
91 μοροφεγγής
μορο-φεγγής, ές, totleuchtend -
92 μυροφεγγής
μυρο-φεγγής, ές, salbenschimmernd -
93 νεοφεγγής
νεο-φεγγής, ές, neu scheinend, μήνη, Neumond -
94 νυκτεροφεγγής
νυκτερο-φεγγής, ές, nächtlich leuchtend -
95 ὁμοφεγγής
ὁμο-φεγγής, ές, zusammenleuchtend -
96 ὀξυφεγγής
ὀξυ-φεγγής, ές, scharf, hell glänzend -
97 πατροφαής
πατρο-φαής, ές, u. πατρο-φεγγής, ές, vom Vater leuchtend -
98 περιφεγγής
περι-φεγγής, ές, ringsum strahlend -
99 πολυφεγγής
πολυ-φεγγής, ές, viel, stark od. hell leuchtend -
100 πυριφεγγής
πυρι-φεγγής, ές, feuerleuchtend
См. также в других словарях:
εριφεγγής — ἐριφεγγής, ές (Α) αυτός που εκπέμπει μεγάλη λάμψη, πολύ λαμπρός, φεγγοβόλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. μόριο ερι + φεγγής (< φέγγος), τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει (πρβλ. καλλι φεγγής, χρυσο φεγγής)] … Dictionary of Greek
ζαφεγγής — ζαφεγγής, ές (Α) (κατά τον Ησύχ.) πολύ λαμπρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζα * + φεγγης (< φέγγος), πρβλ. ηλιο φεγγής, λαμπρο φεγγής] … Dictionary of Greek
ηεροφεγγής — ἠεροφεγγής, ές (Α) ήεροφαής*, αυτός που λάμπει στον αέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηερο , ιων. τ. τού αερο (< αήρ, πρβλ. ιων. γεν. ηέρος) + φεγγής (< φέγγος), πρβλ. μαρμαρο φεγγής, χρυσο φεγγής] … Dictionary of Greek
ηλιοφεγγής — ἡλιοφεγγής, δωρ. τ. ἁλιοφεγγής, ές (Α) αυτός που φέγγει σαν τον ήλιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο * + φεγγης (< φέγγος, το), πρβλ. αστερο φεγγής, νυκτερο φεγγής] … Dictionary of Greek
θεοφεγγής — θεοφεγγής, ές (AM) αυτός που έχει θεία λάμψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + φεγγής (< φέγγος), πρβλ. ηλιο φεγγής, χρυσο φεγγής] … Dictionary of Greek
ιδιοφεγγής — ἰδιοφεγγής, ές (Α) (για τη σελήνη) αυτός που έχει δικό του φέγγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο * + φεγγης (< φέγγος, το «φως»), πρβλ. ηλιο φεγγής, χρυσο φεγγής]· … Dictionary of Greek
ιεροφεγγής — ἱεροφεγγής, ές (Μ) αυτός που εκπέμπει ιερό φέγγος, ιερή λάμψη, αυτός που έχει ιερό φως. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο) * + φεγγής (< φέγγος), πρβλ. αει φεγγής, καλλι φεγγής] … Dictionary of Greek
καλλιφεγγής — καλλιφεγγής, ές (Α) αυτός που φέγγει καλά («καλλιφεγγὲς ἡλίου σέλας», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + φεγγής (< φέγγος), πρβλ. αγλαο φεγγής, νεο φεγγής] … Dictionary of Greek
κλυτοφεγγής — κλυτοφεγγής, ές (Α) αυτός που έχει λαμπερό φως («κλυτοφεγγεῑς ἀστέρες»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κλυτός + φεγγής (< φέγγος), πρβλ. άστρο φεγγής, λαμπρο φεγγής] … Dictionary of Greek
λαμπαδοφεγγώ — λαμπαδοφεγγῶ, έω (Μ) φωτίζω λαμπρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < *λαμπαδοφεγγής (< λαμπάς, άδος + φεγγής < φέγγος «φως, λάμψη»), πρβλ. αστρο φεγγής, λαμπρο φεγγής)] … Dictionary of Greek
λαμπροφεγγής — λαμπροφεγγής, ές (Α) αυτός που φέγγει λαμπρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαμπρός + φεγγής (< φέγγος, τὸ «φως, λάμψη»), πρβλ. αγλαο φεγγής, νεο φεγγής] … Dictionary of Greek