-
61 χρυσοφεγγής
χρῡσο-φεγγής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χρυσοφεγγής
-
62 ἀγλαοφεγγής
ἀγλαο-φεγγής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀγλαοφεγγής
-
63 ἀειφεγγής
ἀει-φεγγής, ές,A ever-shining, Corp. Herm. 18.14.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀειφεγγής
-
64 ἀργυροφεγγής
ἀργῠρο-φεγγής, ές,A silver-shining,δίφρος Nonn. D.4.24
; λιμός, of a poor dinner served on silver plate, AP11.313 (Lucill.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀργυροφεγγής
-
65 ἀστεροφεγγής
ἀστερο-φεγγής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀστεροφεγγής
-
66 ἀστροφεγγής
ἀστρο-φεγγής, ές,A shining with the light of heavenly bodies, PMag. Par.1.2071.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀστροφεγγής
-
67 ἑπταφεγγής
ἑπτα-φεγγής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑπταφεγγής
-
68 ἠεροφεγγής
ἠερο-φεγγής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἠεροφεγγής
-
69 ἡλιοφεγγής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἡλιοφεγγής
-
70 ἰδιοφεγγής
ἰδῐο-φεγγής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἰδιοφεγγής
-
71 ὀξυφεγγής
ὀξῠ-φεγγής, ές,A bright-beaming, epith. of ῥόδα, Chaerem.8.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀξυφεγγής
-
72 ὁμοφεγγής
ὁμο-φεγγής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὁμοφεγγής
-
73 ἀγλαοφεγγής
-
74 ἀειφεγγής
-
75 ἀργυροφεγγής
ἀργυρο-φεγγής,, silberglänzend -
76 ἀστεροφεγγής
-
77 ἀφεγγής
-
78 βροτοφεγγής
-
79 διαφεγγής
δια-φεγγής, ές, durchglänzend -
80 δυςφεγγής
δυς-φεγγής, ές, schlecht beleuchtet, dunkel
См. также в других словарях:
εριφεγγής — ἐριφεγγής, ές (Α) αυτός που εκπέμπει μεγάλη λάμψη, πολύ λαμπρός, φεγγοβόλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. μόριο ερι + φεγγής (< φέγγος), τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει (πρβλ. καλλι φεγγής, χρυσο φεγγής)] … Dictionary of Greek
ζαφεγγής — ζαφεγγής, ές (Α) (κατά τον Ησύχ.) πολύ λαμπρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζα * + φεγγης (< φέγγος), πρβλ. ηλιο φεγγής, λαμπρο φεγγής] … Dictionary of Greek
ηεροφεγγής — ἠεροφεγγής, ές (Α) ήεροφαής*, αυτός που λάμπει στον αέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηερο , ιων. τ. τού αερο (< αήρ, πρβλ. ιων. γεν. ηέρος) + φεγγής (< φέγγος), πρβλ. μαρμαρο φεγγής, χρυσο φεγγής] … Dictionary of Greek
ηλιοφεγγής — ἡλιοφεγγής, δωρ. τ. ἁλιοφεγγής, ές (Α) αυτός που φέγγει σαν τον ήλιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο * + φεγγης (< φέγγος, το), πρβλ. αστερο φεγγής, νυκτερο φεγγής] … Dictionary of Greek
θεοφεγγής — θεοφεγγής, ές (AM) αυτός που έχει θεία λάμψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + φεγγής (< φέγγος), πρβλ. ηλιο φεγγής, χρυσο φεγγής] … Dictionary of Greek
ιδιοφεγγής — ἰδιοφεγγής, ές (Α) (για τη σελήνη) αυτός που έχει δικό του φέγγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο * + φεγγης (< φέγγος, το «φως»), πρβλ. ηλιο φεγγής, χρυσο φεγγής]· … Dictionary of Greek
ιεροφεγγής — ἱεροφεγγής, ές (Μ) αυτός που εκπέμπει ιερό φέγγος, ιερή λάμψη, αυτός που έχει ιερό φως. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο) * + φεγγής (< φέγγος), πρβλ. αει φεγγής, καλλι φεγγής] … Dictionary of Greek
καλλιφεγγής — καλλιφεγγής, ές (Α) αυτός που φέγγει καλά («καλλιφεγγὲς ἡλίου σέλας», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + φεγγής (< φέγγος), πρβλ. αγλαο φεγγής, νεο φεγγής] … Dictionary of Greek
κλυτοφεγγής — κλυτοφεγγής, ές (Α) αυτός που έχει λαμπερό φως («κλυτοφεγγεῑς ἀστέρες»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κλυτός + φεγγής (< φέγγος), πρβλ. άστρο φεγγής, λαμπρο φεγγής] … Dictionary of Greek
λαμπαδοφεγγώ — λαμπαδοφεγγῶ, έω (Μ) φωτίζω λαμπρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < *λαμπαδοφεγγής (< λαμπάς, άδος + φεγγής < φέγγος «φως, λάμψη»), πρβλ. αστρο φεγγής, λαμπρο φεγγής)] … Dictionary of Greek
λαμπροφεγγής — λαμπροφεγγής, ές (Α) αυτός που φέγγει λαμπρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαμπρός + φεγγής (< φέγγος, τὸ «φως, λάμψη»), πρβλ. αγλαο φεγγής, νεο φεγγής] … Dictionary of Greek