-
1 νυκτερο-φεγγής
νυκτερο-φεγγής, ές, nächtlich leuchtend, Maneth. 3, 393.
-
2 νυκτεροφεγγής
νυκτερο-φεγγής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νυκτεροφεγγής
-
3 νυκτεροφεγγής
νυκτερο-φεγγής, ές, nächtlich leuchtend
См. также в других словарях:
ηλιοφεγγής — ἡλιοφεγγής, δωρ. τ. ἁλιοφεγγής, ές (Α) αυτός που φέγγει σαν τον ήλιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο * + φεγγης (< φέγγος, το), πρβλ. αστερο φεγγής, νυκτερο φεγγής] … Dictionary of Greek