-
21 μορο-φεγγής
μορο-φεγγής, ές, todtleuchtend, φάνιον, Mel. 78 (XII, 83 steht richtiger μυροφεγγές).
-
22 λιπο-φεγγής
λιπο-φεγγής, ές, = λιπαυγής, ohne Glanz, ohne Licht, dunkel; Mus. 238; Man. 3, 275.
-
23 θεο-φεγγής
θεο-φεγγής, ές, göttlich leuchtend.
-
24 άει-φεγγής
άει-φεγγής, ές, stets leuchtend, Sp.
-
25 ἀργυρο-φεγγής
ἀργυρο-φεγγής, ές (φέγγος), silberglänzend, Nonn.; komisch λιμός Lucill. 26 (XI, 313), bei leeren silbernen Schüsseln.
-
26 ἀστερο-φεγγής
ἀστερο-φεγγής, ές, sternglänzend, Orph. H. 3; Nonn. D. 1, 463.
-
27 ἀ-φεγγής
ἀ-φεγγής, ές (φέγγος), ohne Licht, dunkel, unsichtbar, ὀδμή Aesch. Prom. 115; φῶς Soph. O. C. 1546, das der blinde Oedipus nicht sieht; unglücklich, 1478 ch.; νυκτὸς βλέφαρον Eur. Phoen. 546; καὶ καταχϑόνιος τόπος Dion. Hal. 8, 52.
-
28 ὀξυ-φεγγής
ὀξυ-φεγγής, ές, scharf, hell glänzend, ῥόδα, Chaerem. bei Ath. XIII, 608 d.
-
29 ἀγλαο-φεγγής
ἀγλαο-φεγγής, ές, schön leuchtend, Maxim.
-
30 ὁμο-φεγγής
ὁμο-φεγγής, ές, zusammenleuchtend, Nonn. D. 5, 113.
-
31 ἐρι-φεγγής
ἐρι-φεγγής, ές, stark leuchtend, Maneth. 6, 22.ὁ, ον, von einer jungen Ziege, κρέας Xen. An. 4, 5, 31; Phereer. Ath. VI, 269 d.
-
32 ἑπτα-φεγγής
ἑπτα-φεγγής, ές, dasselbe, Philo.
-
33 ἰδιο-φεγγής
ἰδιο-φεγγής, ές, mit eigenem Lichte leuchtend, Stob. ecl. phys.1 p. 556.
-
34 ἠερ-φεγγής
ἠερ-φεγγής, heißt Zeus, in der Luft blitzend, Orph. Il. 19, 2.
-
35 αργυροφεγγης
-
36 αφεγγης
21) несветящийся, т.е. невидимый, незримый(φῶς Soph.)
2) неясный, смутный(ὀδμή Aesch.)
3) темный(νυκτὸς βλέφαρον Eur. = σελήνη; σκοτεινὸς καὴ ἀ. Plut.)
4) мрачный, зловещий(ἀφεγγές τι φέρειν τινί Soph.)
-
37 βροτοφεγγης
-
38 διαφεγγης
2сверкающий, яркий -
39 ευφεγγης
-
40 καλλιφεγγης
См. также в других словарях:
εριφεγγής — ἐριφεγγής, ές (Α) αυτός που εκπέμπει μεγάλη λάμψη, πολύ λαμπρός, φεγγοβόλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. μόριο ερι + φεγγής (< φέγγος), τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει (πρβλ. καλλι φεγγής, χρυσο φεγγής)] … Dictionary of Greek
ζαφεγγής — ζαφεγγής, ές (Α) (κατά τον Ησύχ.) πολύ λαμπρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζα * + φεγγης (< φέγγος), πρβλ. ηλιο φεγγής, λαμπρο φεγγής] … Dictionary of Greek
ηεροφεγγής — ἠεροφεγγής, ές (Α) ήεροφαής*, αυτός που λάμπει στον αέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηερο , ιων. τ. τού αερο (< αήρ, πρβλ. ιων. γεν. ηέρος) + φεγγής (< φέγγος), πρβλ. μαρμαρο φεγγής, χρυσο φεγγής] … Dictionary of Greek
ηλιοφεγγής — ἡλιοφεγγής, δωρ. τ. ἁλιοφεγγής, ές (Α) αυτός που φέγγει σαν τον ήλιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο * + φεγγης (< φέγγος, το), πρβλ. αστερο φεγγής, νυκτερο φεγγής] … Dictionary of Greek
θεοφεγγής — θεοφεγγής, ές (AM) αυτός που έχει θεία λάμψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + φεγγής (< φέγγος), πρβλ. ηλιο φεγγής, χρυσο φεγγής] … Dictionary of Greek
ιδιοφεγγής — ἰδιοφεγγής, ές (Α) (για τη σελήνη) αυτός που έχει δικό του φέγγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο * + φεγγης (< φέγγος, το «φως»), πρβλ. ηλιο φεγγής, χρυσο φεγγής]· … Dictionary of Greek
ιεροφεγγής — ἱεροφεγγής, ές (Μ) αυτός που εκπέμπει ιερό φέγγος, ιερή λάμψη, αυτός που έχει ιερό φως. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο) * + φεγγής (< φέγγος), πρβλ. αει φεγγής, καλλι φεγγής] … Dictionary of Greek
καλλιφεγγής — καλλιφεγγής, ές (Α) αυτός που φέγγει καλά («καλλιφεγγὲς ἡλίου σέλας», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + φεγγής (< φέγγος), πρβλ. αγλαο φεγγής, νεο φεγγής] … Dictionary of Greek
κλυτοφεγγής — κλυτοφεγγής, ές (Α) αυτός που έχει λαμπερό φως («κλυτοφεγγεῑς ἀστέρες»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κλυτός + φεγγής (< φέγγος), πρβλ. άστρο φεγγής, λαμπρο φεγγής] … Dictionary of Greek
λαμπαδοφεγγώ — λαμπαδοφεγγῶ, έω (Μ) φωτίζω λαμπρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < *λαμπαδοφεγγής (< λαμπάς, άδος + φεγγής < φέγγος «φως, λάμψη»), πρβλ. αστρο φεγγής, λαμπρο φεγγής)] … Dictionary of Greek
λαμπροφεγγής — λαμπροφεγγής, ές (Α) αυτός που φέγγει λαμπρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαμπρός + φεγγής (< φέγγος, τὸ «φως, λάμψη»), πρβλ. αγλαο φεγγής, νεο φεγγής] … Dictionary of Greek