-
1 βροτοφεγγής
βροτο-φεγγής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βροτοφεγγής
-
2 δυσφεγγής
δυσ-φεγγής, ές,A shining ill, gloomy, Poll.5.109.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δυσφεγγής
-
3 καλλιφεγγής
καλλῐ-φεγγής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καλλιφεγγής
-
4 κλυτοφεγγής
κλῠτο-φεγγής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κλυτοφεγγής
-
5 λαμπροφεγγής
λαμπρο-φεγγής, ές,A brightly shining, PMag.Par.1.386.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λαμπροφεγγής
-
6 λιποφεγγής
λῐπο-φεγγής, ές,A = λιπαυγής, Man.1.65, Musae.238.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λιποφεγγής
-
7 μεγαλοφεγγής
μεγᾰλο-φεγγής, ές,A gloss on ζαφλεγέες, Id.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεγαλοφεγγής
-
8 μυροφεγγής
μῠρο-φεγγής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μυροφεγγής
-
9 νεοφεγγής
νεο-φεγγής, ές,A shining anew, μήνη, αἴγλη, Man.2.489, Nonn. D.22.350.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νεοφεγγής
-
10 νυκτεροφεγγής
νυκτερο-φεγγής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νυκτεροφεγγής
-
11 παμφεγγής
παμ-φεγγής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παμφεγγής
-
12 πολυφεγγής
πολυ-φεγγής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολυφεγγής
-
13 προπροφεγγής
προπρο-φεγγής, ές,A lightening in front, PMag.Par.1.562,603.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προπροφεγγής
-
14 πυριφεγγής
πῠρι-φεγγής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πυριφεγγής
-
15 σκοτοφεγγής
σκοτο-φεγγής, ές, perhGreek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σκοτοφεγγής
-
16 χρυσεοφεγγής
χρῡσεο-φεγγής, ές,A with golden lustre, Id.Fr.236.4.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χρυσεοφεγγής
-
17 χρυσοφεγγής
χρῡσο-φεγγής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χρυσοφεγγής
-
18 ἀγλαοφεγγής
ἀγλαο-φεγγής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀγλαοφεγγής
-
19 ἀειφεγγής
ἀει-φεγγής, ές,A ever-shining, Corp. Herm. 18.14.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀειφεγγής
-
20 ἀργυροφεγγής
ἀργῠρο-φεγγής, ές,A silver-shining,δίφρος Nonn. D.4.24
; λιμός, of a poor dinner served on silver plate, AP11.313 (Lucill.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀργυροφεγγής
- 1
- 2
См. также в других словарях:
εριφεγγής — ἐριφεγγής, ές (Α) αυτός που εκπέμπει μεγάλη λάμψη, πολύ λαμπρός, φεγγοβόλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. μόριο ερι + φεγγής (< φέγγος), τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει (πρβλ. καλλι φεγγής, χρυσο φεγγής)] … Dictionary of Greek
ζαφεγγής — ζαφεγγής, ές (Α) (κατά τον Ησύχ.) πολύ λαμπρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζα * + φεγγης (< φέγγος), πρβλ. ηλιο φεγγής, λαμπρο φεγγής] … Dictionary of Greek
ηεροφεγγής — ἠεροφεγγής, ές (Α) ήεροφαής*, αυτός που λάμπει στον αέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηερο , ιων. τ. τού αερο (< αήρ, πρβλ. ιων. γεν. ηέρος) + φεγγής (< φέγγος), πρβλ. μαρμαρο φεγγής, χρυσο φεγγής] … Dictionary of Greek
ηλιοφεγγής — ἡλιοφεγγής, δωρ. τ. ἁλιοφεγγής, ές (Α) αυτός που φέγγει σαν τον ήλιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο * + φεγγης (< φέγγος, το), πρβλ. αστερο φεγγής, νυκτερο φεγγής] … Dictionary of Greek
θεοφεγγής — θεοφεγγής, ές (AM) αυτός που έχει θεία λάμψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + φεγγής (< φέγγος), πρβλ. ηλιο φεγγής, χρυσο φεγγής] … Dictionary of Greek
ιδιοφεγγής — ἰδιοφεγγής, ές (Α) (για τη σελήνη) αυτός που έχει δικό του φέγγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο * + φεγγης (< φέγγος, το «φως»), πρβλ. ηλιο φεγγής, χρυσο φεγγής]· … Dictionary of Greek
ιεροφεγγής — ἱεροφεγγής, ές (Μ) αυτός που εκπέμπει ιερό φέγγος, ιερή λάμψη, αυτός που έχει ιερό φως. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο) * + φεγγής (< φέγγος), πρβλ. αει φεγγής, καλλι φεγγής] … Dictionary of Greek
καλλιφεγγής — καλλιφεγγής, ές (Α) αυτός που φέγγει καλά («καλλιφεγγὲς ἡλίου σέλας», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + φεγγής (< φέγγος), πρβλ. αγλαο φεγγής, νεο φεγγής] … Dictionary of Greek
κλυτοφεγγής — κλυτοφεγγής, ές (Α) αυτός που έχει λαμπερό φως («κλυτοφεγγεῑς ἀστέρες»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κλυτός + φεγγής (< φέγγος), πρβλ. άστρο φεγγής, λαμπρο φεγγής] … Dictionary of Greek
λαμπαδοφεγγώ — λαμπαδοφεγγῶ, έω (Μ) φωτίζω λαμπρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < *λαμπαδοφεγγής (< λαμπάς, άδος + φεγγής < φέγγος «φως, λάμψη»), πρβλ. αστρο φεγγής, λαμπρο φεγγής)] … Dictionary of Greek
λαμπροφεγγής — λαμπροφεγγής, ές (Α) αυτός που φέγγει λαμπρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαμπρός + φεγγής (< φέγγος, τὸ «φως, λάμψη»), πρβλ. αγλαο φεγγής, νεο φεγγής] … Dictionary of Greek