-
1 νεο-φεγγής
νεο-φεγγής, ές, neu scheinend, μήνη, Neumond, Maneth. 2, 489.
-
2 νεοφεγγής
νεο-φεγγής, ές,A shining anew, μήνη, αἴγλη, Man.2.489, Nonn. D.22.350.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νεοφεγγής
-
3 νεοφεγγής
νεο-φεγγής, ές, neu scheinend, μήνη, Neumond
См. также в других словарях:
καλλιφεγγής — καλλιφεγγής, ές (Α) αυτός που φέγγει καλά («καλλιφεγγὲς ἡλίου σέλας», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + φεγγής (< φέγγος), πρβλ. αγλαο φεγγής, νεο φεγγής] … Dictionary of Greek
λαμπροφεγγής — λαμπροφεγγής, ές (Α) αυτός που φέγγει λαμπρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαμπρός + φεγγής (< φέγγος, τὸ «φως, λάμψη»), πρβλ. αγλαο φεγγής, νεο φεγγής] … Dictionary of Greek