-
1 παυσι-μέριμνος
παυσι-μέριμνος, Sorgen stillend, Sp.
-
2 πολυ-μέριμνος
πολυ-μέριμνος, sorgenvoll; Arist. mund. 6; Schol. Soph. Ai. 1228.
-
3 φιλο-μέριμνος
φιλο-μέριμνος, Sorgen liebend, gern sorgend, Theophylact.
-
4 λεπτο-μέριμνος
λεπτο-μέριμνος, kleinlich sorgfältig?
-
5 ληθο-μέριμνος
ληθο-μέριμνος, Sorgen vergessen machend, Orph. H. Noct. 6.
-
6 λῡσι-μέριμνος
λῡσι-μέριμνος, Sorgen lösend, so heißt Bacchus, Hymn., (IX, 524, 12).
-
7 ἀ-περι-μέριμνος
ἀ-περι-μέριμνος ( μέριμνα), unbekümmert, unüberlegt, ἀπεριμερίμνως κόπτειν τὴν ϑύραν Ar. Nub. 137, auf eine Weise, die sich für den Denker nicht paßt.
-
8 ἀστυ-μέριμνος
ἀστυ-μέριμνος (μέριμνα), der sich um die Angelegenheiten der Stadt bekümmert, Synes.
-
9 ὀξυ-μέριμνος
ὀξυ-μέριμνος, scharfe Sorge erregend, od. geschärfte Sorgfalt erfordernd, od., richtiger, durch scharfe, spitze Sorgfalt sein ausgesonnen, παλαίσματα, von Aeschylus u. Euripides Wortstreit, Ar. Ran. 877.
-
10 ἀ-μέριμνος
ἀ-μέριμνος, 1) unbeachtet, Soph. Ai. 1186. – 2) sorglos, Pall. 11 (IX, 165); oft Herodian., z. B. βίος 2, 4, 3; τὸ ἀμ., Sorglosigkeit, 1, 6, 26; ἀμ. βίον ζῆν Philem. Stob. Floril. 97, 19; ἀμεριμνοτέρη κρήνη Ant. Th. 1 (XI, 24), die weniger Mühe macht. – Adv., βιοῦν Herodian. 4, 5, 15.
-
11 ἐμ-μέριμνος
ἐμ-μέριμνος, besorgt, K. S.
-
12 αμεριμνος
-
13 λυσιμεριμνος
-
14 οξυμεριμνος
-
15 πολυμεριμνος
-
16 λυσιμέριμνος
λῡσῐ-μέριμνος, ον,A driving care away, of Dionysus, AP9.524.12; of Hermes, Orph. H.28.6; of Artemis, ib.36.5; of Sleep, ib.85.5, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λυσιμέριμνος
-
17 πολυμέριμνος
πολυ-μέριμνος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολυμέριμνος
-
18 ἀπεριμέριμνος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπεριμέριμνος
-
19 ὀξυμέριμνος
ὀξῠ-μέριμνος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀξυμέριμνος
-
20 ἀμέριμνος
ἀ-μέριμνος, (1) unbeachtet. (2) sorglos; Sorglosigkeit
- 1
- 2
См. также в других словарях:
λεπτομέριμνος — ον (Α) 1. συνεσταλμένος, διακριτικός 2. αυτός που μεριμνά για πράγματα μηδαμινά, ανάξια λόγου. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο) * (< επίρρ. λεπτά) + μέριμνος (< μέριμνα), πρβλ. α μέριμνος, πολυ μέριμνος] … Dictionary of Greek
ληθομέριμνος — ληθομέριμνος, ον (Α) αυτός που κάνει να λησμονιούνται οι μέριμνες, οι φροντίδες, οι έγνοιες («νὺξ ληθομέριμνος», Ορφ.Ύμν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ληθ τού λανθάνω (πρβλ. λήθη) + μέριμνος (< μέριμνα), πρβλ. λεπτο μέριμνος, φιλο μέριμνος] … Dictionary of Greek
λυσιμέριμνος — λυσιμέριμνος, ον (Α) 1. αυτός που διώχνει τις έγνοιες, τις σκοτούρες 2. (το αρσ. και το θηλ. ως κύριο όν.) ὁ Λυσιμέριμνος, ἡ Λυσιμέριμνος επίκληση τού Διονύσου, τού Ερμού, τής Αρτέμιδος και τού Ύπνου. [ΕΤΥΜΟΛ. < λυσι * + < μέριμνα (πρβλ. α… … Dictionary of Greek
μυθομέριμνος — μυθομέριμνος, ον (Μ) αυτός που μεριμνά για τους μύθους. [ΕΤΥΜΟΛ. μῦθος + μέριμνος (< μέριμνα «φροντίδα»), πρβλ. ληδο μέριμνος] … Dictionary of Greek
πολυμέριμνος — ον, ΜΑ αυτός που έχει πολλές μέριμνες, πολλές φροντίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + μέριμνος (< μέριμνα), πρβλ. οξυ μέριμνος] … Dictionary of Greek
φιλομέριμνος — ον, Μ αυτός που τού αρέσουν οι μέριμνες, οι φροντίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + μέριμνος (< μέριμνα), πρβλ. λυσι μέριμνος] … Dictionary of Greek
βραχυμέριμνος — βραχυμέριμνος, ον (Α) εκείνος τον οποίο απασχολούν μέριμνες για εφήμερα πράγματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < βραχύς + μέριμνος < μέριμνα (πρβλ. αμέριμνος, οξυμέριμνος, πολυμέριμνος)] … Dictionary of Greek
οξυμέριμνος — ὀξυμέριμνος, ον (Α) αυτός που έτυχε μεγάλης φροντίδας, που μερίμνησαν ιδιαίτερα γι αυτόν. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + μέριμνα (πρβλ. πολυ μέριμνος)] … Dictionary of Greek
παυσιμέριμνος — ον, Μ αυτός που καταπαύει τις μέριμνες. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος, < θ. παυσ(ι) τού παύω (πρβλ. παῦσις) + μέριμνα, πρβλ. λυσι μέριμνος] … Dictionary of Greek
περιμέριμνος — ον, Μ πολύ προσεκτικός. επίρρ... περιμερίμνως με μεγάλη προσοχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + μέριμνος (μέριμνα)] … Dictionary of Greek