-
1 φιλο-μέριμνος
φιλο-μέριμνος, Sorgen liebend, gern sorgend, Theophylact.
-
2 φιλομέριμνος
φιλο-μέριμνος, Sorgen liebend, gern sorgend
См. также в других словарях:
ληθομέριμνος — ληθομέριμνος, ον (Α) αυτός που κάνει να λησμονιούνται οι μέριμνες, οι φροντίδες, οι έγνοιες («νὺξ ληθομέριμνος», Ορφ.Ύμν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ληθ τού λανθάνω (πρβλ. λήθη) + μέριμνος (< μέριμνα), πρβλ. λεπτο μέριμνος, φιλο μέριμνος] … Dictionary of Greek