-
1 λυσιμεριμνος
-
2 λυσιμέριμνος
λῡσῐ-μέριμνος, ον,A driving care away, of Dionysus, AP9.524.12; of Hermes, Orph. H.28.6; of Artemis, ib.36.5; of Sleep, ib.85.5, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λυσιμέριμνος
-
3 λῡσιμέριμνος
λῡσι-μέριμνος, Sorgen lösend, so heißt Bacchus -
4 λυσιμέριμνον
λῡσιμέριμνον, λυσιμέριμνοςdriving care away: masc /fem acc sgλῡσιμέριμνον, λυσιμέριμνοςdriving care away: neut nom /voc /acc sg -
5 λυσιμέριμνε
λῡσιμέριμνε, λυσιμέριμνοςdriving care away: masc /fem voc sg
См. также в других словарях:
λυσιμέριμνος — λυσιμέριμνος, ον (Α) 1. αυτός που διώχνει τις έγνοιες, τις σκοτούρες 2. (το αρσ. και το θηλ. ως κύριο όν.) ὁ Λυσιμέριμνος, ἡ Λυσιμέριμνος επίκληση τού Διονύσου, τού Ερμού, τής Αρτέμιδος και τού Ύπνου. [ΕΤΥΜΟΛ. < λυσι * + < μέριμνα (πρβλ. α… … Dictionary of Greek
λυσιμέριμνον — λῡσιμέριμνον , λυσιμέριμνος driving care away masc/fem acc sg λῡσιμέριμνον , λυσιμέριμνος driving care away neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυσι- — (AM λυσι ) α συνθετικό πολλών λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο p. λύω (πιθ. με επίδραση τού τ. λυσανίας*) σχηματίζοντας σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος. Στα σύνθ. αυτά το α συνθετικό λυσι εμφανίζεται με τις σημασίες τής εξασθένησης, χαλάρωσης (πρβλ … Dictionary of Greek
λυσιμέριμνε — λῡσιμέριμνε , λυσιμέριμνος driving care away masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)