-
21 ἀπεριμέριμνος
ἀ-περι-μέριμνος, unbekümmert, unüberlegt -
22 ἀστυμέριμνος
-
23 ἐμμέριμνος
-
24 λεπτομέριμνος
-
25 ληθομέριμνος
-
26 λῡσιμέριμνος
λῡσι-μέριμνος, Sorgen lösend, so heißt Bacchus -
27 ὀξυμέριμνος
ὀξυ-μέριμνος, scharfe Sorge erregend, od. geschärfte Sorgfalt erfordernd, od., richtiger, durch scharfe, spitze Sorgfalt fein ausgesonnen -
28 παυσιμέριμνος
-
29 πολυμέριμνος
-
30 φιλομέριμνος
φιλο-μέριμνος, Sorgen liebend, gern sorgend -
31 μέριμνα
Grammatical information: f.Meaning: `care, anxiety' (h. Merc., Hes., Sapph., Emp., Pi., trag., Ar.; orig. Ionic?, Solmsen [s.below], v. Wilamowitz BerlAkSb. 1909, 810A. 1, Fraenkel Nom. ag. 2, 36);Compounds: Compp., e.g. ἀ-μέριμνος `without care' (S., hell.) with ἀμεριμν-ία `carelessness' (Plu.) etc.Derivatives: μεριμνάω, - ῆσαι `care for, care, be mindful' (S., Ar., X., D.) with μεριμν-ήματα, Dor. - άματα pl. `cares' (Pi., S.), - ητής m. `caring for sth.' (E.), - ητικός (Artem., sch.).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin](X)Etymology: The generally proposed and on itself obvious idea that μέριμνα is a backformation from μεριμνάω (cf. ἐρευνάω: ἔρευνα etc., see Solmsen Wortforsch. 39 f., 258), is confimed neither by the dates nor the spread of the attestations. Formally closest is μέδιμνος (s. v.); as basis seems to have served a noun *μερ-ί-μων or *μέρ-ι-μα; on the unclear phonology see Schwyzer 352 a. 283. Wrong analysis by Winter Lang. 26, 533. The primary verb to be supposed exists in Skt. smárati, Av. maraiti, paiti-šmaraiti, hi-šmar- `remember, remind'. -- Cognate formations perh. in μέρμερος, μέρμηρα, - ίζω; s. vv., with also further connections. Fur. 246 assumes Pre-Greek origin because of the suffix (- ιμν-).Page in Frisk: 2,209Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > μέριμνα
- 1
- 2
См. также в других словарях:
λεπτομέριμνος — ον (Α) 1. συνεσταλμένος, διακριτικός 2. αυτός που μεριμνά για πράγματα μηδαμινά, ανάξια λόγου. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο) * (< επίρρ. λεπτά) + μέριμνος (< μέριμνα), πρβλ. α μέριμνος, πολυ μέριμνος] … Dictionary of Greek
ληθομέριμνος — ληθομέριμνος, ον (Α) αυτός που κάνει να λησμονιούνται οι μέριμνες, οι φροντίδες, οι έγνοιες («νὺξ ληθομέριμνος», Ορφ.Ύμν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ληθ τού λανθάνω (πρβλ. λήθη) + μέριμνος (< μέριμνα), πρβλ. λεπτο μέριμνος, φιλο μέριμνος] … Dictionary of Greek
λυσιμέριμνος — λυσιμέριμνος, ον (Α) 1. αυτός που διώχνει τις έγνοιες, τις σκοτούρες 2. (το αρσ. και το θηλ. ως κύριο όν.) ὁ Λυσιμέριμνος, ἡ Λυσιμέριμνος επίκληση τού Διονύσου, τού Ερμού, τής Αρτέμιδος και τού Ύπνου. [ΕΤΥΜΟΛ. < λυσι * + < μέριμνα (πρβλ. α… … Dictionary of Greek
μυθομέριμνος — μυθομέριμνος, ον (Μ) αυτός που μεριμνά για τους μύθους. [ΕΤΥΜΟΛ. μῦθος + μέριμνος (< μέριμνα «φροντίδα»), πρβλ. ληδο μέριμνος] … Dictionary of Greek
πολυμέριμνος — ον, ΜΑ αυτός που έχει πολλές μέριμνες, πολλές φροντίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + μέριμνος (< μέριμνα), πρβλ. οξυ μέριμνος] … Dictionary of Greek
φιλομέριμνος — ον, Μ αυτός που τού αρέσουν οι μέριμνες, οι φροντίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + μέριμνος (< μέριμνα), πρβλ. λυσι μέριμνος] … Dictionary of Greek
βραχυμέριμνος — βραχυμέριμνος, ον (Α) εκείνος τον οποίο απασχολούν μέριμνες για εφήμερα πράγματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < βραχύς + μέριμνος < μέριμνα (πρβλ. αμέριμνος, οξυμέριμνος, πολυμέριμνος)] … Dictionary of Greek
οξυμέριμνος — ὀξυμέριμνος, ον (Α) αυτός που έτυχε μεγάλης φροντίδας, που μερίμνησαν ιδιαίτερα γι αυτόν. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + μέριμνα (πρβλ. πολυ μέριμνος)] … Dictionary of Greek
παυσιμέριμνος — ον, Μ αυτός που καταπαύει τις μέριμνες. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος, < θ. παυσ(ι) τού παύω (πρβλ. παῦσις) + μέριμνα, πρβλ. λυσι μέριμνος] … Dictionary of Greek
περιμέριμνος — ον, Μ πολύ προσεκτικός. επίρρ... περιμερίμνως με μεγάλη προσοχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + μέριμνος (μέριμνα)] … Dictionary of Greek