-
1 πολυμεριμνος
-
2 πολυμέριμνος
πολυμέριμνοςfull of care: masc /fem nom sg -
3 πολυμέριμνος
ος, ον полный забот -
4 πολυμέριμνος
πολυ-μέριμνος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολυμέριμνος
-
5 πολυμέριμνος
-
6 πολυμέριμνον
πολυμέριμνοςfull of care: masc /fem acc sgπολυμέριμνοςfull of care: neut nom /voc /acc sg -
7 πολυμερίμνοις
πολυμέριμνοςfull of care: masc /fem /neut dat pl -
8 πολυμερίμνου
πολυμέριμνοςfull of care: masc /fem /neut gen sg -
9 πολυμερίμνους
πολυμέριμνοςfull of care: masc /fem acc pl -
10 πολυμερίμνων
πολυμέριμνοςfull of care: masc /fem /neut gen pl -
11 πολυμέριμνοι
πολυμέριμνοςfull of care: masc /fem nom /voc pl -
12 πολυ-μέρμερος
πολυ-μέρμερος, poet. statt πολυμέριμνος, Hesych.
-
13 πολυμερίμνω
-
14 πολυμερίμνῳ
-
15 πολυμέρμερος
πολυ-μέρμερος, ον,A = πολυμέριμνος, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολυμέρμερος
См. также в других словарях:
πολυμέριμνος — full of care masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυμέριμνος — ον, ΜΑ αυτός που έχει πολλές μέριμνες, πολλές φροντίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + μέριμνος (< μέριμνα), πρβλ. οξυ μέριμνος] … Dictionary of Greek
πολυμέριμνον — πολυμέριμνος full of care masc/fem acc sg πολυμέριμνος full of care neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυμερίμνοις — πολυμέριμνος full of care masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυμερίμνου — πολυμέριμνος full of care masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυμερίμνους — πολυμέριμνος full of care masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυμερίμνων — πολυμέριμνος full of care masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυμερίμνῳ — πολυμέριμνος full of care masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυμέριμνοι — πολυμέριμνος full of care masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βραχυμέριμνος — βραχυμέριμνος, ον (Α) εκείνος τον οποίο απασχολούν μέριμνες για εφήμερα πράγματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < βραχύς + μέριμνος < μέριμνα (πρβλ. αμέριμνος, οξυμέριμνος, πολυμέριμνος)] … Dictionary of Greek
πολυμεριμνία — ἡ, Α [πολυμέριμνος] η ύπαρξη πολλών μερίμνων … Dictionary of Greek