-
1 κεφαλος
-
2 Κεφαλος
-
3 κέφαλος
ο кефаль -
4 αιγοκεφαλος
-
5 ακεφαλος
21) безголовыйοἱ ἀκέφαλοι Her. «безголовые» ( мифическое племя в Ливии)
2) обезглавленный(νεκροί, σώματα Plut.)
3) не имеющий начала или конца(λόγος, μῦθος Plat., Luc.)
ἀ. στίχος Plut. — гексаметр, начинающийся коротким слогом -
6 αμφικεφαλος
-
7 βουκεφαλος
-
8 δικεφαλος
-
9 εγκεφαλος
ὅ1) головной мозг Hom., Eur., Arph., Plat., Arst. etc.2) сердцевина, мякоть -
10 εκατογκεφαλος
-
11 θυννοκεφαλος
-
12 κυνοκεφαλος
-
13 λεοντοκεφαλος
-
14 λιθοκεφαλος
-
15 μεγαλοκεφαλος
-
16 μικροκεφαλος
-
17 πολυκεφαλος
-
18 στρουθοκεφαλος
-
19 σχινοκεφαλος
2 -
20 τρικεφαλος
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Κέφαλος — mullet masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κέφαλος — mullet masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κέφαλος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του Ερμή ή του Πανδιόνα και της Έρσης (κόρης του Κέκροπα) ή της Κρέουσας, επώνυμος του δήμου Κεφαλής και του αττικού γένους των Κεφαλιδών. Σύμφωνα με τη μυθολογία, ερωτεύτηκε την Πρόκριδα, την παντρεύτηκε και ζούσε … Dictionary of Greek
Κέφαλος — Sp Kèfalas Ap Κέφαλος/Kefalos L P. Sporados (Koso s.), Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
κέφαλος — ο γένος ψαριών: Σήμερα το μεσημέρι είχαμε κέφαλο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Кефал — (Κέφαλος) сын Деиона или Деионея, сына Эола, царя Фокиды. Из Фокиды К. переселился в Аттику и стал царствовать в Форике, одном из 12 ти древнейших государств Аттики, на юго восточной оконечности ее. К северо западу от Форика находился дем Кефале… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Κεφάλοιο — Κέφαλος mullet masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεφάλοιο — κέφαλος mullet masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεφάλοις — κέφαλος mullet masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεφάλοισιν — κέφαλος mullet masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κεφάλου — Κέφαλος mullet masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)