Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

πολυ-κέφᾰλος

См. также в других словарях:

  • θερμοκέφαλος — η, ο ο ευέξαπτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θερμ(ο) * + κεφαλος (< κεφαλή), πρβλ. ευ κέφαλος, πολυ κέφαλος. Η λ. μαρτυρείται στον Ιω. Καρασούτσα] …   Dictionary of Greek

  • μονοκέφαλος — μονοκέφαλος, ον (Α) αυτός που έχει ένα μόνο κεφάλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * κέφαλος (< κεφαλή) (πρβλ. πολυ κέφαλος)] …   Dictionary of Greek

  • πολυκέφαλος — η, ο / πολυκέφαλος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει πολλά κεφάλια (α. «πολυκέφαλος Ὕδρα», Αριστοτ. β. «πλάττε τοίνυν μίαν μὲν ἰδέαν θηρίου ποικίλου και πολυκεφάλου», Πλάτ.) νεοελλ. μτφ. αυτός που έχει πολλούς αρχηγούς («πολυκέφαλο κόμμα») αρχ. φρ.… …   Dictionary of Greek

  • Κεφαλονιά — Νησί (781,49 τ. χλμ., 36.404 κάτ.), του Ιονίου πελάγους με πρωτεύουσα το Αργοστόλι. Είναι γνωστό και ως Κεφαλληνία. Αποτελεί το μεγαλύτερο νησί των Επτανήσων και το έκτο μεγαλύτερο της Ελλάδας. Βρίσκεται απέναντι από τον Πατραϊκό κόλπο. Το… …   Dictionary of Greek

  • κως — Νησί (290,27 τ. χλμ., 30.949 κάτ.) του Αιγαίου πελάγους, στο νησιωτικό σύμπλεγμα των Δωδεκανήσων, Ν της Καλύμνου και της Ψερίμου, στην είσοδο του Κεραμεικού κόλπου (Κερμέ Κορφεζί) της Μικράς Ασίας. Διοικητικά ανήκει στον νομό Δωδεκανήσου. Είναι… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… …   Dictionary of Greek

  • κυνοκέφαλος — I (Cynocephalus). Γένος δερμοπτέρων θηλαστικών, μοναδικός αντιπρόσωπος της οικογένειας των κυνοκεφαλιδών. Πρόκειται για ζώα μήκους 34 42 εκ., χωρίς την ουρά, εφοδιασμένα με πτερυγοειδή μεμβράνη, η οποία είναι ενωμένη με τον λαιμό και τις δύο… …   Dictionary of Greek

  • Επτάνησα ή Επτάνησος — Ιστορική και γεωγραφική νησιωτική περιοχή (2.307 τ. χλμ., 212.984 κάτ.) που εκτείνεται κατά μήκος των δυτικών παραλίων της Ελλάδας μέχρι τη νότια Πελοπόννησο. Περιλαμβάνει από τα Β προς τα Ν τα νησιά Κέρκυρα, Παξοί, Λευκάδα, Ιθάκη, Κεφαλονιά,… …   Dictionary of Greek

  • αβγοτάραχο — Ονομασία των ταριχευμένων αβγών του ψαριού κέφαλος, που ανήκει στην οικογένεια των μουχιλιδών. Το α. προέρχεται από τον θηλυκό κέφαλο, τον γνωστό ως μπάφα, και είναι περιζήτητο. Για την παραγωγή α. χαράσσεται με προσοχή η κοιλιά της μπάφας,… …   Dictionary of Greek

  • μικροκέφαλος — η, ο (ΑΜ μικροκέφαλος, ον) αυτός που έχει υπερβολικά μικρό κεφάλι νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο μικροκέφαλος α) ανθρωπολ. άτομο που παρουσιάζει μικροκεφαλία β) ζωολ. χαρακτηρισμός διαφόρων ζώων, ιδίως εντόμων, με πολύ μικρό κεφάλι. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • σιδεροκέφαλος — και σιδηροκέφαλος, η, ο, Ν 1. αυτός που έχει σιδερένιο κεφάλι 2. μτφ. α) αυτός που έχει πολύ καλή υγεία, ο σιδερένιος β) πεισματάρης, ισχυρογνώμονας 3. (η ονομ. τού αρσ. και τού θηλ. ως ευχή) σιδεροκέφαλος, η λέγεται ως ευχή για να στεριώσει ο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»