-
1 δικεφαλος
-
2 δικέφαλος
-
3 δικέφαλος (дикефалос][/*] яг. двуглавый.
[дики] ουσ θ суд, судебный процесс.Эллино-русский словарь > δικέφαλος (дикефалос][/*] яг. двуглавый.
См. также в других словарях:
δικέφαλος — two headed masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δικέφαλος — η, ο (AM δικέφαλος, ον) αυτός που έχει δύο κεφάλια νεοελλ. 1. φρ. «δικέφαλος μυς» ονομασία δύο μυών που εκφύονται με δύο τένοντες ή δύο κεφαλές 2. το αρσ. ως ουσ. ο δικέφαλος ο δικέφαλος αετός, το κατ εξοχήν βυζαντινό σύμβολο … Dictionary of Greek
δικέφαλος — η, ο αυτός που εικονίζεται με δύο κεφάλια: Δικέφαλος αετός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δικέφαλος μυς — Μυς στο επάνω μέρος του βραχίονα ή στο πίσω μέρος του μηρού, ο οποίος ελέγχει ορισμένες κινήσεις του βραχίονα ή του ποδιού αντίστοιχα … Dictionary of Greek
Αετός Δικέφαλος — Τίτλος εικονογραφημένου εγκυκλοπαιδικού περιοδικού. Κυκλοφόρησε το 1917 στην Αθήνα. Διευθυντής του ήταν ο Ρ. Λ. Κωστόπουλος … Dictionary of Greek
δικέφαλον — δικέφαλος two headed masc/fem acc sg δικέφαλος two headed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δικεφάλου — δικέφαλος two headed masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δικεφάλους — δικέφαλος two headed masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δικεφάλῳ — δικέφαλος two headed masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δικέφαλα — δικέφαλος two headed neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δικέφαλοι — δικέφαλος two headed masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)