-
1 μεγαλοκεφαλος
-
2 μεγαλοκέφαλος
ος, ο[ν] мед. страдающий мегалокефалней
См. также в других словарях:
μεγαλοκέφαλος — with large head masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλοκέφαλος — η, ο (ΑM μεγαλοκέφαλος, ον) μεγακέφαλος … Dictionary of Greek
μεγαλοκεφάλοις — μεγαλοκέφαλος with large head masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλοκεφάλους — μεγαλοκέφαλος with large head masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλοκεφάλων — μεγαλοκέφαλος with large head masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλοκέφαλα — μεγαλοκέφαλος with large head neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλοκέφαλοι — μεγαλοκέφαλος with large head masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεφαλή — Το άνω άκρο του ανθρώπινου σώματος ή το πρόσθιο μέρος του σώματος των ζώων, όπου εδράζεται ο εγκέφαλος, η είσοδος του πεπτικού σωλήνα, τα αισθητήρια όργανα, περισσότερο ή λιγότερο τελειοποιημένα, καθώς και άλλες δομές, όπως οι τρίχες. Η κ. των… … Dictionary of Greek
κεφαλών — κεφαλών, ῶνος, ὁ (Α) 1. είδος δένδρου με ριπιδωτά φύλλα, που σε παλαιότερα συστήματα ταξινόμησης έφερε την ονομασία χαμαίρωψ ο ταπεινός 2. το κεφαλωτόν*, το φυτό πράσο 3. μεγαλοκέφαλος, κεφάλας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλή + κατάλ. ων / ώνος (πρβλ. πευκ … Dictionary of Greek
μεγακέφαλος — η, ο αυτός που έχει μεγάλο κεφάλι, αλλ. μεγαλοκέφαλος … Dictionary of Greek
μεγαλ(ο)- — και μεγα / μεγά (ΑM μεγαλ[ο] και μεγα / μεγά ) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μέγας, μεγάλου. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι, κατά κανόνα, προσδιοριστικού τ. (δηλ. το α συνθετικό… … Dictionary of Greek