Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

σχινοκέφαλος

См. также в других словарях:

  • σχινοκέφαλος — σχῑνοκέφαλος , σχινοκέφαλος with a squill shaped masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχινοκέφαλος — ον, Α (κυρίως ως προσωνυμία τού Περικλέους) αυτός που έχει πρόμηκες και ασύμμετρο κεφάλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < σχῖνος + κέφαλος (< κεφαλή), πρβλ. σιδηρο κέφαλος] …   Dictionary of Greek

  • σχινοκέφαλον — σχῑνοκέφαλον , σχινοκέφαλος with a squill shaped masc/fem acc sg σχῑνοκέφαλον , σχινοκέφαλος with a squill shaped neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Fass ohne Boden — Pi Inhaltsverzeichnis 1 πάθει μάθος 2 Παθήματα μαθήματα …   Deutsch Wikipedia

  • κεφαλή — Το άνω άκρο του ανθρώπινου σώματος ή το πρόσθιο μέρος του σώματος των ζώων, όπου εδράζεται ο εγκέφαλος, η είσοδος του πεπτικού σωλήνα, τα αισθητήρια όργανα, περισσότερο ή λιγότερο τελειοποιημένα, καθώς και άλλες δομές, όπως οι τρίχες. Η κ. των… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»