-
1 σχινοκεφαλος
2
См. также в других словарях:
σχινοκέφαλος — σχῑνοκέφαλος , σχινοκέφαλος with a squill shaped masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχινοκέφαλος — ον, Α (κυρίως ως προσωνυμία τού Περικλέους) αυτός που έχει πρόμηκες και ασύμμετρο κεφάλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < σχῖνος + κέφαλος (< κεφαλή), πρβλ. σιδηρο κέφαλος] … Dictionary of Greek
σχινοκέφαλον — σχῑνοκέφαλον , σχινοκέφαλος with a squill shaped masc/fem acc sg σχῑνοκέφαλον , σχινοκέφαλος with a squill shaped neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Fass ohne Boden — Pi Inhaltsverzeichnis 1 πάθει μάθος 2 Παθήματα μαθήματα … Deutsch Wikipedia
κεφαλή — Το άνω άκρο του ανθρώπινου σώματος ή το πρόσθιο μέρος του σώματος των ζώων, όπου εδράζεται ο εγκέφαλος, η είσοδος του πεπτικού σωλήνα, τα αισθητήρια όργανα, περισσότερο ή λιγότερο τελειοποιημένα, καθώς και άλλες δομές, όπως οι τρίχες. Η κ. των… … Dictionary of Greek