-
1 αέρ'
ἀ̱έρα, ἀήρAër.masc /fem acc sgἀ̱έρι, ἀήρAër.masc /fem dat sgἀ̱έρε, ἀήρAër.masc /fem nom /voc /acc dual -
2 ἀέρ'
ἀ̱έρα, ἀήρAër.masc /fem acc sgἀ̱έρι, ἀήρAër.masc /fem dat sgἀ̱έρε, ἀήρAër.masc /fem nom /voc /acc dual -
3 ἀερίζω
1 to be thin as air, Dsc.1.68.6.2 to be light blue (or perh. grey, cloudy), of μολύβδαινα, Id.5.85; of cataract, Dem. Ophth. ap. Aët.7.53; of a kind of jasper, Plin.HN37.115, PMag.Leid.V.6.28. -
4 ἀερικόν
ἀερ-ικόν, τό,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀερικόν
-
5 ἀέρινος
3 of the planet Jupiter,ὁ λεγόμενος Ζεὺς ἀ. Ps.-Callisth.1.4
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀέρινος
-
6 ἀήρ
A Aër.6,al., Aret. CA2.3; [dialect] Aeol. [full] αὐήρ Sch.Pi.P.2.52; [dialect] Dor. [full] ἀβήρ (i.e. ἀϜήρ) Hsch.:— fem. in Hom. and Hes. (exc. Op. 549), Anaxag. ap. Thphr.Sens.30; from Hdt downwds. masc. (Il.5.776, 8.50, h.Cer. 383 cannot be quoted for the masc. usage, since there πουλύς and βαθύς need not be masc.):—in Hom. and Hes. always mist, haze, not (as Aristarch.) lower air (opp. αἰθήρ, q.v.);[ἐλάτη] μακροτάτη πεφυυῖα δι' ἠέρος αἰθέρ' ἵκανεν Il.14.288
, cf. Anaxag.1, Ar.Nu. 264sq.;περὶ δ' ἠέρα πουλὺν ἔχευεν Il.5.776
, cf. 3.381, 8.50; ;τρὶς δ' ἠέρα τύψε βαθεῖαν 20.446
; rare in Prose, Hp. l.c.2 later, generally, air, Anaxim.1, Emp.17.18, S.El.87, Ar. Av. 187, 694, etc.; πρὸς τὸν ἀέρα διατρίβειν in the open air, Ar.Nu. 198, cf. Teles p.11.3 H., Luc.Anach.24;τὸν ἀέρ' ἕλκειν καθαρόν Philyll.20
, cf. Philem.119;ἔσπασας τὸν ἀ. τὸν κοινόν Men.531.7
;ἀέρα δέρειν 1 Ep.Cor.9.26
; εἰς ἀέρᾳ λαλεῖν ib.14.9:—in pl., Pl.Phd. 98c, 98d; climates, Hp.Aër. tit., cf. Men.Rh.p.383 S.; of mephitic exhalations, Str.5.4.5.3 personified,ὦ δέσποτ' ἄναξ ἀμέτ ρητ' Ἀ. Ar.Nu. 264
;Ἀ. ὃν ἄν τις ὀνομάσειε καὶ Δία Philem.91.4
, cf. Diph.126.6.II hot-air room in baths, Gal.11.14. -
7 ἐπαίρω
ἐπαίρω, [dialect] Ion. and poet. [full] ἐπᾰείρω Hdt.1.204 and always in Hom.: [tense] fut. ἐπᾱρῶ ([var] contr. from ᾰερ-) E.IA 125 (anap.), Supp. 581 (prob. l.), X Mem.3.6.2: [tense] aor. ἐπῆρα, part.Aἐπάρας Hdt.1.87
, etc.: [tense] pf. , Them.Or.8.114b:—[voice] Pass., [tense] aor. ἐπήρθην, part. ἐπαρθείς: <*>lift up and set on, [αὐτὸν] ἀμαξάων ἐπάειρραν lifted and set him upon.., Il.7.426;ὀβελοὺς.. κρατευτάων ἐπάειρας 9.214
.2 lift, raise,κεφαλὴν ἐπαείρας 10.80
;καί μ' ἔπαιρε S.Ph. 889
;ἐπαίρων βλέφαρα Id.OT 1276
codd.;ἐπάειρε δέρην E.Tr.99
(anap.);ἔπαιρε σαυτόν Ar.V. 996
;σεμνῶς ἐπηρκὼς τὰς ὀφρῦς Amphis
l.c.; πάντες ἐπῆραν (sc. τὴν χεῖρα) SIG1109.24;οὐδεὶς ἐπῆρε IG3.1132
;ἐπάρας τὴν φωνήν D.18.291
; ἐπαιρόμενα ἱστία, opp. ὑφιέμενα, Plu.Luc.3:—[voice] Med., με τεῷ ἐπαείραο μαζῷ didstliftand put me to thy breast, A.R.3.734; [ λόγχην] E.IT 1484;ὅπλ' ἐπαίρεσθαι θεῷ Id.Ba. 789
;ἱστούς Plb.1.61.7
;βακτηρίαν Plu.2.185b
: metaph.,τί.. στάσιν γλώσσης ἐπήρασθε; S.OT 635
; ;κοινὸν ἡ πόλις ἐπήρατο πένθος D.S.34.17
.4 intr., lift up one's leg or rise up, Hdt.2.162; rise from table, Euang.1.10.5 [voice] Pass., swell up, Hp.Liqu.2, Gal.6.264, 18(2).119; ἐπῆρται τοῦτό γε, in mal. part., Ar.Lys. 937;ὁ καυλὸς ἐπαίρεται Hippiatr. 54
.6 Gramm., ἐ. τὴν προσῳδίαν make the accent acute, Sch.Il.11.636.II stir up, excite,πολλά τέ μιν καὶ μεγάλα τὰ ἐπαείροντα.. ἦν Hdt.1.204
;τίς σ' ἐπῆρε δαιμόνων; S.OT 1328
;πέρα τοῦ καιροῦ τοὺς ἑτέρους ἐ. D.16.23
;ἐ. θυμόν τινι E.IA 125
;τοῦτό σε ψυχὴν ἐπαίρει Id.Heracl. 173
;ἑαυτὸν ἐπίτινι Diog.Oen.64
; urge on,Them.
Or.1.13c; induce, persuade to do, c.inf.,εἰρωτᾶν εἰ οὔτι ἐπαισχύνεται ἐπάρας Κροῖσον στρατεύεσθαι Hdt.1.90
, cf. Isoc.4.108, Aeschin.1.192;ἥτις με γῆμ' ἐπῆρε Ar.Nu.42
, cf. Ra. 1041;ἐ. τινὰ ὥστε.. E.Supp. 581
; ὅστις μ' ἐπάρας ἔργον (sc. πρᾶξαι) Id.Or. 286:—[voice] Pass., to be roused, led on, excited,τῷ μαντηΐῳ Hdt.1.90
, cf. 5.91;τοῖσι δωρήμασι Id.7.38
;τοῖς τῆς πόλεως κακοῖς And.1.37
;ὑπὸ τῆς τύχης Lys.2.10
; πλούτῳ, τιμῇ, Pl.R. 434b, 608b; ;τῇ ἐλπίδι ὡς.. Th.1.81
, cf. Lys.9.21;τοῖς λόγοις Th.4.121
;δεινότητι καὶ ξυνέσεως ἀγῶνι Id.3.37
(soτὸ ἐπαιρόμενον τοῦ λόγου τῇ δεινότητι Plu.Cic.25
);ὑπὸ μεγάλου μισθοῦ Th.7.13
;ἐ. ἐς τὸ νεωτερίζειν Id.4.108
;ἐπὶ τὴν βασιλείαν LXX 3 Ki.12
.[24]: c. inf.,ἐπήρθην γράψαι Isoc.5.10
; τῷ or τὸ λέγειν (dub. l.) Pl.Phdr. 232a (but ναυτικῷ προύχειν -όμενοι flattering themselves that they were superior.., Th.1.25): abs., to be excited, on tiptoe, Ar.Nu. 810; and soἙλλὰς τῇ ὁρμῇ ἐπῆρται Th.2.11
.2 [voice] Pass., also, to be elated at a thing,εὐδαιμονίῃ μεγάλῃ Hdt.5.81
;ψυχρῇ νίκῃ Id.9.49
, cf. 1.212, 4.130;ἐπὶ πλούτῳ X.Mem.1.2.25
;πρός τι Th.6.11
, 8.2;ἐκ τοῦ γεγονότος προτερήματος Plb.1.29.4
: abs., Th.4.18. -
8 ἠεροειδής
A misty, cloudy, dark (esp. in Od.),ἐπ' ἠεροειδέα πόντον Od.2.263
, etc.; σπέος ἠ. 12.80, cf. 13.103; πέτρη, of Scylla<*>s cave, 12.233: neut. as Adv., in the far distance, dimly,ὅσσον δ' ἠεροειδὲς ἀνὴρ ἴδεν Il.5.770
:ἠ. νεφέλη Hes. Th. 757
;πνοιαί Orph.H.38.22
.—[dialect] Ep. word,ἠ. αὐγαί Arist.Col. 792b8
: [comp] Comp.,ὕδωρ πάντων -έστερον Arr.Ind.6.3
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἠεροειδής
-
9 ἠέροθεν
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἠέροθεν
-
10 ἠερομήκης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἠερομήκης
-
11 ἐνέωρα
Grammatical information: adv.Origin: GR [a formation built with Greek elements]Etymology: Hypostasis of ἀερ-?See also: s. μετέωρος.Page in Frisk: 1,515Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἐνέωρα
См. также в других словарях:
ἀέρ' — ἀ̱έρα , ἀήρ Aër. masc/fem acc sg ἀ̱έρι , ἀήρ Aër. masc/fem dat sg ἀ̱έρε , ἀήρ Aër. masc/fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ντέκκα — (αερ. ναυτ.) σύστημα πλοήγησης χωρίς ορατότητα το οποίο επιτρέπει στον πιλότο ενός θαλάσσιου σκάφους ή αεροσκάφους να προσδιορίσει τη θέση του με σύγκριση διαφόρων ηλεκτρομαγνητικών σημάτων που εκπέμπονται με πλήρη συγχρονισμό από αλυσίδα… … Dictionary of Greek
αείρω — (I) ἀείρω (Α) (επικός, ιωνικός και ποιητικός τύπος αντί αίρω*) σηκώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. πιθανόν να προέρχεται από αρχ. ρ. *α Fερ (πρβλ. τον τύπο αὐειρόμεναι στον Αλκμάνα), όπου το ἀ είναι προθεματικό ή λαρυγγικό φωνήεν. Κατ άλλη άποψη το … Dictionary of Greek
Аэростатика — (греч. Αερ воздух; στατός «неподвижный») раздел гидроаэромеханики, в котором изучается равновесие газообразных сред, в основном атмосферы … Википедия
FULMEN — in Theologie Poetica, ut et Tonitru, designatut Geryonis fabula, cui a γηρύειν, i. e. φωνεῖν, Lat. sonando, nomen. Unde quod is triceps, quod boves ei tributi, quorum in Ins. Erythia sedes; quod idem ex Chrysaore et Callirrhoe natus fingitur,… … Hofmann J. Lexicon universale
-άτος — (AM ᾱτος) ονοματική κατάληξη της αρχαίας (μεταγενέστερης), μεσαιωνικής και νεοελληνικής περιόδου με αξιόλογη παραγωγική δύναμη. Συγκεκριμένα, κατά τους μεταγενέστερους χρόνους από επίθετα λατινογενούς προελεύσεως σε ᾱτος (λατ. ātus) (πρβλ.… … Dictionary of Greek
αέριος — (4oς αι. μ.Χ.).Αιρετικός, φίλος του Ευσταθίου, τον οποίο αργότερα κατασυκοφάντησε με αφορμή τη χειροτονία του σε μητροπολίτη. Ο Α., προφανώς εξαιτίας του φθόνου του για τον Ευστάθιο, δίδασκε ότι το αξίωμα του επισκόπου είναι περιττό και,… … Dictionary of Greek
αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… … Dictionary of Greek
επήορος — ἐπήορος, ον (Α) 1. μετέωρος 2. αυτός που υψώνεται πάνω σε κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ήορος (ετεροιωμένη βαθμίδα τού θ. αερ (πρβλ. αήρ) τού ρ. αείρω «σηκώνω»)] … Dictionary of Greek
κατήορος — κατήορος, δωρ. τ. κατάορος, ον (Α) αυτός που κρέμεται προς τα κάτω («τέκνων δὲ πλῆθος... κατάορα στένει» κλαίνε κρεμασμένα από τον τράχηλο τής μητέρας, Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + άορ ος (ετεροιωμένη βαθμίδα αορ τού θ. αερ τού ρ. ἀείρω… … Dictionary of Greek
κορσάτος — η, ο 1. αυτός που φορά κορσέ 2. για ένδυμα) αυτός που εφαρμόζει τέλεια ή στενά στο σώμα και ιδίως αυτός που στενεύει στη μέση. [ΕΤΥΜΟΛ. < κορσές + κατάλ. άτος (πρβλ. αερ άτος, φινετσ άτος)] … Dictionary of Greek