Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ἀϋτεῖν

См. также в других словарях:

  • ἀυτεῖν — ἀϋ̱τεῖν , ἀυτέω cry pres inf act (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αύος — αὖος, η, ον και αὗος, η, ον και ος, ον (Α) 1. (για ξύλα, καρπούς κ.λπ.) ξερός, στεγνός 2. (για φύλλα) μαραμένος, ξερός 3. (για τους γέρους) αυτός που τρέμει (κυρίως από φόβο), που έχει το εύθραυστο του ξερού φύλλου 4. διψασμένος 5. εμβρόντητος,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»