-
1 αρύτω
-
2 ἀρύτω
-
3 γοῖδα
γοῖδα (i.e. ϝοῖδα) · οἶδα, Hsch. (prob.l.). [full] γοίδημι· ἐπίσταμαι, Id. [full] γοιδοῦλος· λαλιός, οἱ δὲ γοδοῦλος, Id. [full] γοιδύες· ῥυτῆρες, Id. [full] γοίνακες· βλαστοί, Id. [full] γοινά<ρ>υτις ([etym.] ϝοῖνος, ἀρύτω) · οἰνοχόη, Id. [full] γοινέες· κόρακες, Id. [full] γοῖνος· οἶνος, Id. [full] γοῖσος· μέλαν, πλατύ, Id., cf. EM238.45: [full] γοισοῦται· πλατύνεται κτλ., EM237.51. [full] γοῖτα· οἶς (leg. ὗς), Hsch.; cf. γοῖ. [full] γοιταί· κριθαί, γράστις, Id. [full] γοῖτος· ῥύπος, πάθος, Id., cf. EM51.17. [full] Γοιτόσυρος, -
4 διαρύτω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαρύτω
-
5 ἀρύω
ἀρύω (A) [pron. full] [ᾰ], Simon.45, [dialect] Att. [full] ἀρύτω [pron. full] [ῠ] Pl.Phdr. 253a; [dialect] Aeol. part.Aἀρυτήμενοι Alc.47
: [tense] impf. ;ἄρυον Hsch.
: [tense] aor.ἤρῠσα Pherecr.138
, X.Cyr.1.3.9:—[voice] Med., ;ἀρύομαι Aeschin.Socr.11
, AP9.37 (Tull. Flacc.), etc.: [tense] fut. ἀρύσομαι [ῠ] AP9.230 (Honest.), Luc.DMar.6.1: [tense] aor.ἠρῠσάμην Plu.2.516c
; opt. (lyr.); inf.ἀρύσασθαι X.Cyr.1.2.8
; part.ἀρῠσάμενος Hdt. 8.137
, [dialect] Ep.ἀρυσσάμενος Hes.Op. 550
:—[voice] Pass., [tense] aor.ἠρύθην, ἀπ-αρῠθείς Alex.45.6
; alsoἀρυσθείς Hp.Nat.Puer.25
, Plu.2.690b:— draw water, wine, etc., τοὶ δ' ἤρυον others drew off the must, Hes.Sc. 301;ἀρυόντεσσιν.. ὕδωρ Simon.45
;ἐκ πιθῶνος ἤρυσαν ἄκρατον Pherecr.
l. c.;ἀρύσαντες ἀπ' αὐτῆς [τῆς φιάλης] τῷ κυάθῳ X.Cyr.1.3.9
;μέλισσαι νέκταρ ἀρύουσιν Lyr.Alex.Adesp.7.18
: metaph., κἂν ἐκ Διὸς ἀρύτωσιν if they draw inspiration from Zeus, Pl.Phdr. 253a.II [voice] Med., draw water for oneself, ἀρυσσάμενος ποταμῶν ἄπο having drawn water from.., Hes.Op. 550;σφῷν ἀρύσασθαι Pherecr.130.5
;ἀρύσασθαι ἀπὸ τοῦ ποταμοῦ X.Cyr.1.2.8
;ἐκ τοῦ κρατῆρος Pl.Criti. 120a
: c. acc.,ἀρύσασθαι ὑδάτων πῶμα E.Hipp. 209
; : c. gen. partit.,ὑδάτων ἀ. πρόχοισι Ar.Nu. 272
; ἐς τὸν κόλπον τρὶς ἀρυσάμενος τοῦ ἡλίου having (as it were) drawn the rays of the sun into his bosom, Hdt.8.137: generally, draw in, τροφῆς καὶ πνεύματος Diog.Bab. ap. Gal.5.281;μαντικῆς Plu.2.411f
; πλοῦτον Id.Caes. 29;καιροῦ καὶ τύχης Eun.Hist.p.256
D.2 of stars rising from the sea,οἵ τ' ὠκεανοῦ ἀρύονται ἀστέρες Arat.746
.------------------------------------ἀρύω (B), only in Lexx., ἀρύει· ἀντὶ τοῦ λέγει, βοᾷ, Hsch.; ἀρύουσαι· λέγουσαι, κελεύουσαι, Id. (Syrac., acc. to EM134.12):—[voice] Med., ἀρύσασθαι· ἐπικαλέσασθαι, Hsch. -
6 ἀρύω 1
ἀρύω 1.Grammatical information: v.Meaning: `draw (water)' (Hes.).Other forms: Aor. ἀρῠ́σαιCompounds: οἰν-ήρυσις (Ar.)Derivatives: ἀρυστήρ, - ῆρος m. `spoon'. ἄρυσ-τις f. `ladle' (S.); Schwyzer 504, Chantr. Form. 275f. ἀρυσάνη (Timo), cf. λεκάνη etc.; ἄρυσος m. `wicker-basket' (Hdn.), cf. τάμισος, πέτασος etc., Schwyzer 516, Chantr. Form. 435.Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Unknown. Frisk, Eranos 50, 1952, 1-8 takes it as *Ϝαρύω (cf. (Ϝ)αρυσσάμενος Hes. Op. 550) and connects Arm. gerem `(take) prisoner)', and εὑρίσκω `find' (as * uer-) and OIr. fūar `inveni'; the Greek - α- would be a problem, in spite of Frisk's comparisons; most uncertain. (S. also εἴρερον.)Page in Frisk: 1,157-158Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἀρύω 1
См. также в других словарях:
ἀρύτω — ἀρύω draw pres subj act 1st sg (attic) ἀρύω draw pres ind act 1st sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρύω — (και αρύομαι) (AM ἀρύω, Α και ἀρύτω) μτφ. αντλώ, συγκεντρώνω υλικά αγαθά ή πληροφορίες από κάποια πηγή ή πηγές αρχ. 1. αντλώ νερό ή άλλο υγρό 2. μέσ. α) υδρεύομαι β) (για αστέρια) ανατέλλω. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η άποψη ότι το αρύω είναι… … Dictionary of Greek
αναρύτω — ἀναρύτω (Α) αντλώ, βγάζω νερό. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α) * + αρύτω (αττ. τ. τού αρύω «αντλώ»). ΠΑΡ. αρχ. ανάρυσις] … Dictionary of Greek
αρύταινα — ἀρύταινα, η (Α) 1. είδος δοχείου με μακρύ στενό στόμιο με το οποίο γέμιζαν λάδι τους λύχνους 2. λεκανάκι ή τάσι που χρησιμοποιούσαν στα λουτρά για να ρίχνουν επάνω τους νερό. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρύτω, αττ. τ. του ρ. αρύω ή < αρυτήρ < αρύω] … Dictionary of Greek
επαρύτω — ἐπαρύτω (Α) χύνω λάδι σε ένα αγγείο αντλώντας από άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αρύτω «αντλώ νερό»] … Dictionary of Greek