Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἀρτήρ

См. также в других словарях:

  • αρτήρ — ἀρτήρ ( ῆρος), ο (Α) 1. είδος υποδημάτων 2. οποιαδήποτε διάταξη με την οποία μπορεί να ανυψωθεί ένα βάρος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. αρτήρ ανάλογα με την ονομασία της έχει και διαφορετική προέλευση. Με τη σημασία «είδος παπουτσιών» μπορεί να θεωρηθεί ότι… …   Dictionary of Greek

  • ἀρτήρ — felt shoe masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρτῆρας — ἀρτήρ felt shoe masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρτῆρσιν — ἀρτήρ felt shoe masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • PEDALE — apud recentioris aevi Scriptores: inter alia signisicata, pedum integumentum notat, in Chron. Vindesheim ensi l. 2. c. 23. Sed hoc Pedule potius Frontoni, graece πόδιον. Erat autem Pedule vel Pedulis fascia, pedum involucrum. Hesych. πόδια,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • -ιακός — κατάλ. που εμφανίζεται ήδη από τον 5ο π.Χ. αιώνα σε πλήθος επιθ. παραγομένων από λ. σε ιος και που σχηματίστηκε αντί για * ιικός αναλογικά προς τις καταλ. ιά, ιάς, ιάδης, ιάζειν και προς αποφυγή τής κακοφωνίας τών δύο συνεχόμενων ι. Οι λ. με… …   Dictionary of Greek

  • αρτηρία — Αιμοφόρο αγγείο που μεταφέρει το αίμα από την καρδιά στην περιφέρεια. Σύνθετη λέξη, παράγεται από τις αρχαίες λέξεις αήρ και τηρείν (= κρατώ τον αέρα). Η ονομασία αυτή οφείλεται στην πεποίθηση, που ήταν διαδεδομένη πριν από την ανακάλυψη της… …   Dictionary of Greek

  • καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… …   Dictionary of Greek

  • λαυκανίη — και λευκανίη, ἡ (Α) φάρυγγας, λαιμός. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. λαυκαν ίη πιθ. < *λαύκ ανον, σχηματισμένος κατά τα θηλ. ουσ. σε ία, που δηλώνουν μέλη ή όργανα τού σώματος (πρβλ. αρτηρ ία, καρδ ία). Η λ. συνδέεται πιθ. με λιθουαν. pa… …   Dictionary of Greek

  • ορτάριον — ὀρτάριον και ἀρτάριον, τὸ (Μ) είδος χειμερινών υποδημάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ἀρτάριον είναι υποκορ. τού ἀρτήρ* «είδος υποδήματος» (< ἀείρω [ΙΙ] «συνάπτω, συνδέω»), ενώ ο τ. ὀρτάριον έχει προέλθει με ανομοιωτική τροπή τού α σε ο ] …   Dictionary of Greek

  • χειρόκτιο — το / χειρόρτιον, ΝΜ, και χερόκτι και χειρόχτι Ν, και χερόρτι Μ προστατευτικό ή καλλωπιστικό περίβλημα τού χεριού, κατασκευασμένο από δέρμα ή ύφασμα, γάντι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο μσν. τ. χειρόρτιον < χειρ(ο) * + ἀρτάριον «είδος υποδήματος» (πρβλ. και… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»