-
1 Ναρθακιον
(θᾰ) τό Нартакий ( гора и город в Фессалии) Xen. -
2 νάρθηξ
νάρθηξ, - ηκοςGrammatical information: m.Meaning: `giant fennel, `Ferula communis, its hollow stalk, a.o. used as thyrsos' (Hes.), also `capsule, cupboard' (Str.).Compounds: Few compp., e.g. ναρθηκοφόρος 'ν. -bearer' (Pl., X.).Derivatives: ναρθήκιον `small splint' (medic.), - ία name of a narthex-like plant (Thphr.; cf. βακτηρ-ία, ἀρτηρ-ία a.o.); ναρθήκ-ινος `of νάρθηξ' (Arist.), ναρθηκ-ίζω `to splint' (medic.) with - ισμός, - ισμα (Apollod. Poliork. a.o.); ναρθηκιῶντες νάρθηξι πλήσσοντες H. -- ON Ναρθάκιον (Phthiotis, also mountain in Thessalia; X., Plu.).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: The variant νάθραξ νάρθηξ H. (with metathesis) as well as the PN Ναρθάκιον point to orig. -ᾱκ-; so formation like ὅρπηξ, μύρμηξ a.o. (Schwyzer 497, Chantraine Form. 380 f., Björck Alpha impurum 261). Further unknown. The general similarity with Skt. naḍá- `cane', Lith. néndrė `id.' has since long been remarked (naḍá- and νάρθηξ from a common Anatolian source acc. to Porzig ZII 5,269f.); cf. Fur. 199, but s. Mayrhofer and Fraenkel s. vv. Older combinations in WP. 317f. and 700. S. also on νάρδος etc. -ᾱκ is a Pre-Greek suffix.Page in Frisk: 2,Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > νάρθηξ
См. также в других словарях:
Ναρθάκιον — Πόλη της Αχαΐας Φθιώτιδας κατά την αρχαιότητα. Σύμφωνα με μαρτυρίες του Ξενοφώντα ήταν χτισμένη στα νότια του ομώνυμου όρους. Από την πόλη αυτή σώζονται ελάχιστα μνημεία και, κυρίως, διάφορες επιγραφές … Dictionary of Greek
Нарфакий — (Ναρθάκιον) город в древней Фессалии, близ нынешней Лимогарди. Здесь Агезилай в 394 г. до Р. Х. победоносно отразил нападение фессалийцев, желавших преградить ему путь из Фессалии. Во II в. до Р. X. Нарфакий был довольно значительным городом. К… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
НАРФАКИОН — • Narthakĭum, Ναρθάκιον, имя горы и расположенного у ее подошвы города в Фессалии, на юг от Фарсала и реки Анидана. Имя это упоминается в битвах 394 г. до Р. X. между возвратившимся из Азии царем Агесилаем и фессалийцами, которые были … Реальный словарь классических древностей
Λαρίσης, νομός — Διοικητική διαίρεση (5.555 τ. χλμ., 279.305 κάτ.) της περιφέρειας Θεσσαλίας, στο βορειοανατολικό της τμήμα. Συνορεύει στα Β με τους νομούς Πιερίας και Κοζάνης, στα Δ με τους νομούς Γρεβενών, Τρικάλων και Καρδίτσης, στα Ν με τους νομούς Φθιώτιδος… … Dictionary of Greek
Φθιώτιδας, νομός — Νομός (4.441 τ. χλμ., 178.771 κατ.) της περιφέρειας Στερεάς Ελλάδας. Συνορεύει στα Β με τους νομούς Μαγνησίας, Λάρισας και Καρδίτσας, στα Ν με τους νομούς Βοιωτίας, Φωκίδας και Αιτωλοακαρνανίας, στα Δ με τον νομό Ευρυτανίας, ενώ στα Α βρέχεται… … Dictionary of Greek