-
1 αρτοκόπος
-
2 ἀρτοκόπος
-
3 αρτοκοπος
-
4 ἀρτοκόπος
A baker, whether fem., Hdt.1.51; or masc., Id.9.82, Pl.Grg. 518b (v.l. -ποιός), X.An.4.4.21 (v.l. -ποιός), HG7.1.38, IG3.1452, IGRom.4.1244. (Dissim. from ἀρτοπόπος, cf. Phryn.198, Hsch., Poll.7.21; cf. πέσσω.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀρτοκόπος
-
5 ἀρτοκόπος
ἀρτο-κόπος, Brot backend, Bäcker; Bäckerin -
6 αρτοποιος
-
7 μαζο-πέπτης
μαζο-πέπτης, ὁ, Gerstenbrotbäcker, ἀρτοκόπος, Hesych.
-
8 αρτοκόποι
-
9 ἀρτοκόποι
-
10 αρτοκόπον
-
11 ἀρτοκόπον
-
12 αρτοκόπου
-
13 ἀρτοκόπου
-
14 αρτοκόπους
-
15 ἀρτοκόπους
-
16 αρτοκόπων
-
17 ἀρτοκόπων
-
18 ὀψοποιός
ὀψοποι-ός, ὁ,A one who cooks food, a cook, distd. from ἀρτοκόπος or ἀρτοποιός, Hdt.9.82, X.HG7.1.38, Cyr.5.5.39; from σιτοποιός, ib.8.5.3, Pl.Grg. 517e; from μάγειρος, Id.R. 373c, cf. Tht. 178d;οὐκέτι μάγειρος ὀ. δ' ἐστί που Dionys.Com. 2.9
;τὸν ὀ. σκευάσαι χρηστῶς μόνον δεῖ τοὖψον Alex.149.6
: metaph., τοὺς εἰωθότας τῶν λόγων ὀ. Chor.Brum.14.18.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀψοποιός
-
19 πέσσω
Grammatical information: v.Meaning: `to ripen, to bake, to cook, to digest' (Il.).Other forms: Att. πέττω, aor. πέψαι (Il.), fut. πέψω (Ar.), innovation pres. πέπτω (Arist.); pass. perf. πέπεμ-μαι, aor. πεφθῆναι with πεφθήσομαι (Hp., Att.).Compounds: Also w. κατα-, περι-, συν-. 1. ἀρτο-κόπος s. ἄρτος; 2. δρυ-πεπ-ής `ripening on the tree' (com., AP).Derivatives: 1. πέμμα n. `pastry, cake' (IA.) with - άτιον (Ath.); 2. πέψις f. `the digestion, the cooking, the ripening' (Hp., Arist.). 3. πεπτός (E. Fr. 467, 4, pap., Plu.), more usu. in compp., e.g. ἄ-, δύσ-πεπτος `indigested', resp. `hard to digest' (Hp., Arist.) with ἀ-, δυσ-πεψ-ία f. (Arist., hell.); cf. Ammann Μνήμης χάριν 1, 18; 4. πεπτ-ικός `fit for digestion' (Arist.), - ήριος `id.' (Aret.). 5. πέπτρια f. `bakeress' H. s. σιτοποιός. With o-vocal.: 6. πόπανον n. `pastry' (Att., hell.) with - ώδης `like pastry' H. s. φυσακτήρ, - ευμα n. `id.' - εῖον panificium Gloss. (: *-εύω); cf. ὄχανον, πλόκανον a.o., Chantraine Form. 198. 7. ποπάς, - άδος f. `id.' (AP); cf. πλοκάς etc., Chantraine 353. --. On πέπων s. v.Etymology: The yot-present πέσσω agrees exatly with Skt. pácyate (midd.) `ripens', IE *pekʷ-i̯o\/e-; for it elsewhere a themat. root- present * pekʷ-o \/ e- in Skt. pácati = Lat. coquō = OCS pekǫ, Lith. kepù (with inversion, cf. ἀρτοκόπος) etc. Thus the aor. πέψαι agrees with Skt. pákṣat (subj.) and Lat. coxī. The verbal nouns too are often found back outside Greek; but some may be parallel innovations: πέψις = Skt. (Ved.) paktí-, pákti- f. `cooking, cooked meal' = Lat. cocti-ō `id.' (Vitr.) = OCS peštь f. `furnace'; πεπτός (cf. above) = Lat. coctus = Welsh poeth `hot' = Lith. kèptas `baked' (but Skt. not *paktá-, but pakvá-; cf. on πέπων); πέπτρια f.: Skt. paktár- m. = Lat. coctor (Petron etc.). -- WP. 2, 17f., Pok. 798, W.-Hofmann s. coquō, Mayrhofer s. pácati etc. w. lit. and further details.Page in Frisk: 2,519-520Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > πέσσω
См. также в других словарях:
αρτοκόπος — ἀρτοκόπος και πόπος, ο, η (Α) ο αρτοποιός, αυτός που παρασκευάζει ψωμί. [ΕΤΥΜΟΛ. < *αρτοπόκος, με μετάθεση < αρτοπόπος, με ανομοίωση. Το β συνθετικό ποπος < * kwopos (< * pokwos, με μετάθεση) ανάγεται στη ρίζα *pekw «ψήνω, μαγειρεύω»… … Dictionary of Greek
ἀρτοκόπος — baker masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρτοκόποι — ἀρτοκόπος baker masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρτοκόπον — ἀρτοκόπος baker masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρτοκόπου — ἀρτοκόπος baker masc/fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρτοκόπους — ἀρτοκόπος baker masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρτοκόπων — ἀρτοκόπος baker masc/fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άρτος — ο (AM ἄρτος) 1. το ψωμί 2. φρ. α) «ο επιούσιος άρτος» οι καθημερινές ανάγκες διατροφής β) μτφ. «Ο Άρτος της ζωής» ο Χριστός μσν. νεοελλ. 1. ο άρτος της Θείας Ευχαριστίας 2. ο άρτος που χρησιμοποιείται στην αρτοκλασία* 3. το κομμάτι του άρτου που… … Dictionary of Greek
αρτοκοπικός — ἀρτοκοπικός, ή, όν, (Α) [αρτοκόπος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον αρτοκόπο, τον αρτοποιό … Dictionary of Greek
αρτοπόπος — βλ. αρτοκόπος … Dictionary of Greek