Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀρτοκόπος

См. также в других словарях:

  • αρτοκόπος — ἀρτοκόπος και πόπος, ο, η (Α) ο αρτοποιός, αυτός που παρασκευάζει ψωμί. [ΕΤΥΜΟΛ. < *αρτοπόκος, με μετάθεση < αρτοπόπος, με ανομοίωση. Το β συνθετικό ποπος < * kwopos (< * pokwos, με μετάθεση) ανάγεται στη ρίζα *pekw «ψήνω, μαγειρεύω»… …   Dictionary of Greek

  • ἀρτοκόπος — baker masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρτοκόποι — ἀρτοκόπος baker masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρτοκόπον — ἀρτοκόπος baker masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρτοκόπου — ἀρτοκόπος baker masc/fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρτοκόπους — ἀρτοκόπος baker masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρτοκόπων — ἀρτοκόπος baker masc/fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άρτος — ο (AM ἄρτος) 1. το ψωμί 2. φρ. α) «ο επιούσιος άρτος» οι καθημερινές ανάγκες διατροφής β) μτφ. «Ο Άρτος της ζωής» ο Χριστός μσν. νεοελλ. 1. ο άρτος της Θείας Ευχαριστίας 2. ο άρτος που χρησιμοποιείται στην αρτοκλασία* 3. το κομμάτι του άρτου που… …   Dictionary of Greek

  • αρτοκοπικός — ἀρτοκοπικός, ή, όν, (Α) [αρτοκόπος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον αρτοκόπο, τον αρτοποιό …   Dictionary of Greek

  • αρτοπόπος — βλ. αρτοκόπος …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»