-
1 ἀρτοκόπος
ἀρτο-κόπος, Brot backend, Bäcker; Bäckerin -
2 μαζο-πέπτης
μαζο-πέπτης, ὁ, Gerstenbrotbäcker, ἀρτοκόπος, Hesych.
См. также в других словарях:
αρτοκόπος — ἀρτοκόπος και πόπος, ο, η (Α) ο αρτοποιός, αυτός που παρασκευάζει ψωμί. [ΕΤΥΜΟΛ. < *αρτοπόκος, με μετάθεση < αρτοπόπος, με ανομοίωση. Το β συνθετικό ποπος < * kwopos (< * pokwos, με μετάθεση) ανάγεται στη ρίζα *pekw «ψήνω, μαγειρεύω»… … Dictionary of Greek
ἀρτοκόπος — baker masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρτοκόποι — ἀρτοκόπος baker masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρτοκόπον — ἀρτοκόπος baker masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρτοκόπου — ἀρτοκόπος baker masc/fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρτοκόπους — ἀρτοκόπος baker masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρτοκόπων — ἀρτοκόπος baker masc/fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άρτος — ο (AM ἄρτος) 1. το ψωμί 2. φρ. α) «ο επιούσιος άρτος» οι καθημερινές ανάγκες διατροφής β) μτφ. «Ο Άρτος της ζωής» ο Χριστός μσν. νεοελλ. 1. ο άρτος της Θείας Ευχαριστίας 2. ο άρτος που χρησιμοποιείται στην αρτοκλασία* 3. το κομμάτι του άρτου που… … Dictionary of Greek
αρτοκοπικός — ἀρτοκοπικός, ή, όν, (Α) [αρτοκόπος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον αρτοκόπο, τον αρτοποιό … Dictionary of Greek
αρτοπόπος — βλ. αρτοκόπος … Dictionary of Greek