-
1 αρτοκόπον
-
2 ἀρτοκόπον
См. также в других словарях:
ἀρτοκόπον — ἀρτοκόπος baker masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 αρτοκόπον
2 ἀρτοκόπον
ἀρτοκόπον — ἀρτοκόπος baker masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)