Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἀρσενικοῦ

  • 1 αρσενικού

    ἀρσενικόν
    yellow orpiment: neut gen sg
    ἀρσενικός
    masc /neut gen sg

    Morphologia Graeca > αρσενικού

  • 2 ἀρσενικοῦ

    ἀρσενικόν
    yellow orpiment: neut gen sg
    ἀρσενικός
    masc /neut gen sg

    Morphologia Graeca > ἀρσενικοῦ

  • 3 μεταληπτικός

    A capable of partaking of, c. gen., Porph.Chr.39;

    ἀρσενικοῦ γένους Eust.26.31

    ; τὸ μ. capability of receiving form, Platonic name for ὕλη, Arist.Ph. 209b12, Placit.1.19.1.
    II reversed, 'translated',

    κίνησις Gal.UP7.14

    ; τάσις, ἔντασις, Id.10.443, 18(2).506.
    III concerning or involving

    μετάληψις 11.4

    . Adv. -

    κῶς Trypho Trop.5

    , Heraclit.All.26, Sch.Ar.Pl.18.
    2 involving

    μετάληψις 11.5

    ,

    προβλήματα Syrian.in Hermog.2.153

    R.; τρόποι Aps.p.249 H.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεταληπτικός

  • 4 ἀπό

    ἀπό, [dialect] Aeol., Thess., Arc., Cypr. [full] ἀπύ Sapph.44, cf. 78, Alc.33, Theoc.28.16,IG12(2).6.45 (Mytil.), ἀπυδόμεναι ib.9(2).594 ([place name] Larissa), 5(2).6 ([place name] Tegea), etc.:—Prep. usually with Gen. but v. infr. B. (Cf. Skt.
    A ápa, Lat. ab, Umbr. ap-ehtre 'ab extra', Goth. af, OE. af, cef, of, etc.) Orig. sense, from. [ ᾰπο?ἀπόX: where ἀπο ¯ is found in [dialect] Ep. before v or liquids (as

    ἀπὸ ἕθεν Il.6.62

    ,

    ἀπὸ νευρῆς 11.664

    , Hes. Sc. 409) ἀπαί was sometimes written in later texts, cf. Eust. 625.11:— [pron. full] metri gr. in [dialect] Ep. compds., such as ἀπονέεσθαι.]
    I OF PLACE, the earliest, and in Hom. the prevailing sense:
    1 of Motion, from, away from,

    ἐσσεύοντο νεῶν ἄπο καὶ κλισιάων Il.2.208

    ; pleonastic, ἀ. Τροίηθεν ib.24.492;

    ἀπ' οὐρανόθεν 8.365

    (later with Advbs.,

    ἀπὸ ἔμπροσθεν LXX Ec.1.10

    , etc.); strengthd.,

    ἐκτὸς ἀ. κλισιης Il.10.151

    ; also ἀπ' αἰῶνος νέος ὤλεο, implying departure from life, ib.24.725; opp. ἐξ, of relatively superficial motion,

    λαμβάνομεν οὔτε ἐκ τῆς γῆς οὐδέν, οὔτ' ἀπὸ τῶν οἰκιῶν X.Mem.2.7.2

    ; similarly of the cause or ground,

    ἐξ ὧν προηγώνισθε καὶ ἀφ' ὧν εἰκάζω Th.4.126

    :— freq. of warriors fighting from chariots, etc.,

    οἱ μὲν ἀφ' ἵππων, οἱ δ' ἀ. νηῶν.. μάχοντο Il.15.386

    ;

    ἀφ' ἵππων μάρνασθαι Od.9.49

    ; so

    ἡ μάχη ἦν ἀφ' ἵππων Hdt.1.79

    ; λαμπὰς ἔσται ἀφ' ἵππων on horseback, Pl.R. 328a;

    ἀφ' ἵππου θηρεύειν X.An.1.2.7

    ;

    ἀ. νεῶν πεζομαχεῖν Th. 7.62

    ;

    ἐν ταῖς ναυσὶν αἰρόμενος τοὺς ἱστοὺς ἀ. τούτων ἐσκοπεῖτο X.HG 6.2.29

    ; ὀμμάτων ἄπο.. κατέσταζον γένυν, of tears, E.Hec. 240: joined with

    ἐκ, ἐκ Κορίνθου ἀ. τοῦ στρατοπέδου Pl.Tht. 142a

    .
    2 of Position, away from, far from,

    μένων ἀ. ἧς ἀλόχοιο Il.2.292

    (cf. ἀπ' ἀνδρὸς εἶναι to live apart from a man or husband, Plu.CG4);

    κεκρυμμένος ἀπ' ἄλλων Od.23.110

    ;

    μοῦνος ἀπ' ἄλλων h.Merc. 193

    ; ἀπ' ὀφθαλμῶν, ἀπ' οὔατος, far from sight or hearing, Il.23.53, 18.272, cf. 22.454;

    ἀ. θαλάσσης ᾠκίσθησαν Th.1.7

    , cf. 46;

    αὐλίζεσθαι ἀ. τῶν ὅπλων Id.6.64

    ;

    ἀπ' οἴκου εἶναι Id.1.99

    ; σπεύδειν ἀ. ῥυτῆρος far from, i.e. without using the rein, S.OC 900; in Hom. freq. strengthd., τῆλε ἀ..., νόσφιν ἀ..., Il.23.880, 5.322; in measurement of distances,

    ὅσον ιέ στάδια ἀ. Φυλῆς X.HG2.4.4

    , etc.; but later the numeral follows

    ἀ., πηγὰς ἔχων ἀ. μ σταδίων τῆς θαλάσσης D.S.4.56

    ;

    ἀ. σταδίων κ τῆς πόλεως Plu.Phil.4

    ; κατεστρατοπέδευσεν ἀ. ν σταδίων fifty stades away, Id.Oth.11, cf. D.Chr.17.17.
    3 of the mind, ἀ. θυμοῦ away from, i. e. alien from, my heart, Il.1.562;

    ἀ. δόξης 10.324

    ;

    οὐ.. ἀ. σκοποῦ οὐδ' ἀ. δόξης Od.11.344

    ;

    ἀ. τοῦ ἀνθρωπείου τρόπου Th.1.76

    ; οὐδὲν ἀ. τρόπου not without reason, Pl.R. 470b; οὐκ ἀ. σκοποῦ, καιροῦ, Id.Tht. 179c, 187e;

    οὐκ ἀ. γνώμης S. Tr. 389

    ;

    οὐκ ἀ. τοῦ πράγματος D.24.6

    ;

    μάλα πολλὸν ἀπ' ἐλπίδος ἔπλετο A.R.2.863

    .
    4 in pregnant sense, with Verbs of rest, previous motion being implied (cf. ἐκ)

    , ἀνὰ δ' ἐβόασεν.. ἀ. πέτρας σταθείς E.Tr. 523

    ; ἀ.τῆς ἐμῆς κεφαλῆς τὴν [ἐκείνου] κεφαλὴν ἀναδήσω, i. e. taking the chaplet off my head, and placing it on his, Pl.Smp. 212e: with Verbs of hanging, where ἐκ is more common,

    ἁψαμένη βρόχον ἀ. μελάθρου Od.11.278

    .
    5 with the Article, where the sense of motion often disappears, οἱ ἀ. τῶν οἰκιῶν φεύγουσιν, i.e. οἱ ἐν ταῖς οἰκίαις φεύγουσιν ἀπ' αὐτῶν, X.Cyr.7.5.23; οἱ ἀ. τῶν πύργων.. ἐπαρήξουσι ib.6.4.18;

    αἴρειν τὰ ἀ. τῆς γῆς Pl.Cra. 410b

    ; αἱ ἵπποι αἱ ἀ. τοῦ ἅρματος v.l. in Hdt.4.8;

    ὁ Ἀθηναῖος ὁ ἀ. τοῦ στρατεύματος X.An.7.2.19

    ;

    τὸν ἀ. γραμμᾶς κινεῖ λίθον Theoc.6.18

    .
    6 partitive, λαχὼν ἀ. ληΐδος αἶσαν part taken from the booty, a share of it, Od.5.40;

    αἴρεσθαι ἀ. τῶν καλπίδων Ar. Lys. 539

    ;

    ἀ. ἑκατὸν καὶ εἴκοσι παίδων εἷς μοῦνος Hdt.6.27

    ;

    ὀλίγοι ἀ. πολλῶν Th.7.87

    , cf. A.Pers. 1023.
    7 Math., of figures described upon a base,

    κῶνον ἀναγράφειν ἀ. κύκλου Archim.Sph.Cyl.1.19

    , etc.; τὸ ἀ. τῆς AB τετράγωνον the square on AB, Euc.1.47, cf. 48; εἴδεα ἀ. .. Archim.Spir.10,11.
    8 ἀ. ἀνθρώπου ἕως γυναικός man and woman, LXX1 Es.9.40; ἀ. ἀρσενικοῦ ἕως θηλυκοῦib.Nu.5.3.
    9 from being, instead of,

    ἀθανάταν ἀ. θνατᾶς.. ἐποίησας Βερενίκαν Theoc.15.106

    .
    10 privative, free from, without,

    ἀ. πάσης ἀκαθαρσίας PLips.16.19

    (ii A. D.);

    ἀ. ζημίας PTeb420.4

    (iii A. D.).
    II OF TIME, from, after, Hom. only in Il.8.54 ἀ. δείπνου θωρήσσοντο rising up from, i.e. after, cf. Hdt.1.133; ἀ. δείπνου εἶναι or γενέσθαι, Id.1.126, 2.78, 5.18, al.;

    ἀ. τοῦ σιτίου πίνειν Hp.Salubr.5

    ;

    ἀ. τῶν σίτων διαπονεῖσθαι X.Lac. 5.8

    ; in narrative, τὸ ἀ. τούτου or το̄δε, from this point onwards, Hdt.1.4,2.99;

    ἀ. τούτου τοῦ χρόνου Id.1.82

    , X.An.7.5.8;

    τὸ ἀπ' ἐκείνου Luc.Tox.25

    ;

    ἡμέρῃ δεκάτῃ ἀφ' ἧς.. Hdt.3.14

    , etc.;

    δευτέρῃ ἡμέρῃ ἀ. τῆς ἐμπρήσιος Id.8.55

    , cf. X.An.1.7.18, etc.;

    ἀφ' οὗ χρόνου Id.Cyr. 1.2.13

    ; more often ἀπ' or ἀφ' οὗ, Hdt.2.44, Th.1.18, etc.;

    ἀφ' οὗπερ A.Pers. 177

    ;

    ἀφ' ἧς Plu.Pel.15

    ; εὐθὺς ἀ. παλαιοῦ, ἀ. τοῦ πάνυ ἀρχαίου, of olden time, Th.1.2,2.15;

    ἀπ' ἀρχᾶς Pi.P.8.25

    , etc.;

    ἀ. γενεᾶς X. Cyr.1.2.8

    ; ἀφ' ἑσπέρας from the beginning of evening, i.e. at eventide, Th.7.29; ἀ. πρώτου ὕπνου ib.43;

    ἀ. μέσων νυκτῶν Ar.V. 218

    ; ἀπ' ἀγροῦ fresh from field-work, Ev.Marc.15.21, cf. 7.4;

    ἀ. νουμηνίας X.An.5.6.23

    ; χρονίζειν ἀ. τοῦ καιροῦ tarry beyond the time, LXX2 Ki. 20.5; ἀ. τέλους ἐννέα μηνῶν at the end of.., ib.24.8;

    γενόμενος ἀ. τῆς ἀρχῆς Plu.Caes.5

    : hence ἀ. ἀγωνοθετῶν an εχ-ἀγωνοθέτης, IG3.398;

    ἀ. λογιστῶν POxy.1103.3

    (iv A. D.); οἱ ἀ. ὑπατείας, = consulares, Hdn.7.1.9, etc.; but ἀ. τινος the freedman of.., IG5(2).50.59(Tegea, ii A. D.), cf.ib.5(1).1391 ([place name] Andania), 1473.
    III OF ORIGIN, CAUSE, etc.:
    1 of that from which one is born, οὐ γὰρ ἀ. δρυός ἐσσι οὐδ' ἀ. πέτρης not sprung from oak or rock, Od.19.163;

    γίγνονται δ' ἄρα ταί γ' ἔκ τε κρηνέων ἀ. τ' ἀλσέων 10.350

    , cf. S.OT 415, OC 571, etc.: sts. ἀπό denotes remote, and ἐκ immediate, descent,

    τοὺς μὲν ἀ. θεῶν, τοὺς δ' ἐξ αὐτῶν τῶν θεῶν γεγονότας Isoc.12.81

    , cf. Hdt.7.150;

    πέμπτη ἀπ' αὐτοῦ γέννα A.Pr. 853

    ; τρίτος ἀ. Διός third in descent from Zeus, Pl.R. 391c; οἱ ἀ. γένους τινός his descendants, Plu. Them.32;

    Περσέως ἀφ' αἵματος E.Alc. 509

    : of the place one springs from,

    ἵπποι.. ποταμοῦ ἄπο Σελλήεντος Il.2.839

    . cf. 849;

    Ἡρακλεῖδαι οἱ ἀ. Σπάρτης Hdt.8.114

    , cf. Th.1.89, etc.;

    τοὺς ἀ. Φρυγίας X.Cyr.2.1.5

    , etc.:hence,
    b metaph. of things,

    Χαρίτων ἄπο κάλλος ἔχουσαι Od.6.18

    ; θεῶν ἄπο μήδεα εἰδώς ib.12;

    γάλα ἀ. βοός A.Pers. 611

    ;

    μῆνις ἀφ' ἡμῶν Id.Eu. 314

    ;

    ἡ ἀφ' ὑμῶν τιμωρία Th.1.69

    ; ὁ ἀ. τῶν πολεμίων φόβος fear inspired by the enemy, X.Cyr.3.3.53.
    c of persons, οἱ ἀ. τῆς χώρας, τῆς πόλεως, country folk, townsfolk, Plb.2.6.8, 5.70.8; and so of connexion with the founder or leader of a sect,

    οἱ ἀ. Πυθαγόρου Luc.Herm.14

    ;

    οἱ ἀ. Πλάτωνος Plu.Brut.2

    ; οἱ ἀ. τοῦ περιπάτου, ἀ. τῆς Στοᾶς, etc., Luc.Cont. 6; generally οἱ ἀ. φιλοσοφίας καὶ λόγων philosophers and learned men, ibid.; οἱ ἀ. σκηνῆς καὶ θεάτρου stage players, Plu.Sull.2;

    οἱ ἀ. τῆς βουλῆς Id.Caes.10

    , etc.; ὁ ἀφ' ἑστίας παῖς, v. ἑστία; ἀπ' ἐξωμίδος with only an ἐξωμίς, S.E.P.1.153.
    2 of the material from or of which a thing is made,

    εἵματα ἀ. ξύλου πεποιημένα Hdt.7.65

    ;

    ἀπ' ὄμφακος τεύχειν οἶνον A.Ag. 970

    , cf. S.Tr. 704;

    ὅσσα ἀ. γλυκερῶ μέλιτος Theoc.15.117

    ;

    ἔνδυμα ἀ. τριχῶν καμήλου Ev.Matt.3.4

    : hence στέφανος ἀ. ταλάντων ἑξήκοντα of or weighing 60 talents, Decr. ap. D. 18.92, cf. Plb.24.1.7, IG2.555.10, al.: hence of value,

    θύεν αἶγα ἀ. δραχμᾶν εἴκοσι GDI3707

    ([place name] Cos);

    κρᾶσις ἀ. τε τῆς ἡδονῆς συγκεκραμένη καὶ ἀ. τῆς λύπης Pl.Phd. 59a

    ; so, by an extension of this use, εἰδεχθής τις ἀ. τοῦ προσώπου ugly of countenance, Thphr.Char.28.4;

    θῆλυν ἀ. χροιῆς Theoc.16.49

    ;

    σεμνὸς ἀ. τοῦ σχήματος Luc.DMort.10.8

    .
    3 of the instrument from or by which a thing is done, τοὺς.. πέφνεν ἀπ' ἀργυρέοιο βιοῖο by arrow shot from silver bow, Il.24.605;

    τόξου ἄπο κρατεροῦ ὀλέκοντα φάλαγγας 8.279

    ;

    ἐμῆς ἀπὸ χειρός 10.371

    , 11.675; so

    ἀ. χειρὸς ἐργάζεσθαι μεγάλα Luc.Hist.Conscr.29

    ; γυμνάζεσθαι ἀ. σκελῶν, χειρῶν, τραχήλου, X.Lac.5.9;

    μάχεσθαι ἀ. ἄκοντος Str.17.3.7

    ;

    ἡ ἀ. τοῦ ξίφους μάχη D.S.5.29

    ;

    βάπτειν τὸν δάκτυλον ἀ. τοῦ αἵματος LXX Le.4.7

    .
    4 of the person from whom an act comes, i.e. by whom it is done,

    οὐδὲν μέγα ἔργον ἀπ' αὐτοῦ ἐγένετο Hdt.1.14

    ;

    ζήτησιν ἀ. σφέων γενέσθαι Id.2.54

    ;

    ἐπράχθη οὐδὲν ἀπ' αὐτῶν ἔργον ἀξιόλογον Th.1.17

    , cf. 6.61;

    ἀ. τινος ὄνασθαι Pl.R. 528a

    , etc.; so τἀπ' ἐμοῦ, τἀπὸ σοῦ, E.Tr.74, S.OC 1628;

    τὰ ἀ. τῶν Ἀθηναίων Th.1.127

    ; in later Greek freq. of the direct agent, Plb.1.34.8, Str.5.4.12, D.H.9.12, Ev.Luc.9.22, J.AJ20.8.10, etc.; in codd. this may sts. be due to confusion with ὑπό, but cf. PMag.Par.1.256, BGU 1185.26(Aug.), SIG820.8(Ephesus, i A. D.), etc.
    5 of the source from which life, power, etc., are sustained,

    ζῆν ἀπ' ὕλης ἀγρίης Hdt.1.203

    ; ἀ. κτήνεων καὶ ἰχθύων ib. 216;

    ἀ. πολέμου Id.5.6

    ;

    ἀπ' ἐλαχίστων χρημάτων X.Mem.1.2.14

    ;

    ἀ. τῆς ἀγορᾶς Id.An.6.1.1

    ;

    τρέφειν τὸ ναυτικὸν ἀ. τῶν νήσων Id.HG4.8.9

    , cf. Th.1.99;

    ἀ. τῶν κοινῶν πλουτεῖν Ar.Pl. 569

    , cf. D.24.124;

    ἀ. μικρῶν εὔνους.. γεγένησαι Ar.Eq. 788

    , cf. D.18.102;

    ἀφ' ὥρας ἐργάζεσθαι

    quaestum corpore facere,

    Plu. Tim.14

    .
    6 of the cause, means, or occasion from, by, or because of which a thing is done,

    ἀ. τούτου κριοπρόσωπον τὤγαλμα τοῦ Διὸς ποιεῦσι Hdt.2.42

    ; ἀ. τινος ἐπαινεῖσθαι, θαυμάζεσθαι, ὠφελεῖσθαι, Th.2.25,6.12, X.Cyr.1.1.2;

    ἀ. τῶν ξυμφορῶν διαβάλλεσθαι Th.5.17

    ;

    τὴν ἐπωνυμίαν ἔχειν ἀ. τινος Id.1.46

    ;

    ἀ. λῃστείας τὸν βίον ἔχειν X.An. 7.7.9

    ;

    ἀπ' αὐτῶν τῶν ἔργων κρίνειν D.2.27

    ; ἀ. τοῦ πάθους in consequence of.., Th.4.30;

    βλάπτειν τινὰ ἀ. τινος Id.7.29

    ;

    κατασκευάσαντα τὸ πλοῖον ἀφ' ὧν ὑπελάμβανε σωθήσεσθαι D.18.194

    ; τρόπαιον ἀ. τινος εἱστήκει on occasion of his defeat, Id.19.320; τλήμων οὖσ' ἀπ' εὐτόλμου

    φρενός A.Ag. 1302

    , cf. 1643; ἀ. δικαιοσύνης by reason of it (v. l. for ὑπό), Hdt.7.164; ἀ. τῶν αὐτῶν λημμάτων on the same scale of profits, D.3.34, etc.; for ὅσον ἀ. βοῆς ἕνεκα, v. ἕνεκα: hence in half adverbial usages, ἀ. σπουδῆς in earnest, eagerly, Il.7.359; ἀ. τοῦἴσου, ἀ. τῆς ἴσης, or ἀπ' ἴσης, equally, Th.1.99,15, D.14.6, etc.;

    ἀπ' ὀρθῆς καὶ δικαίας τῆς ψυχῆς Id.18.298

    ;

    ἀ. ἀντιπάλου παρασκευῆς Th.1.91

    ; ἀ. τοῦ προφανοῦς openly, ib.35; ἀ. τοῦ εὐθέος straightforwardly, Id.3.43; ἀ. τοῦ αὐτομάτου of free-will, Pl.Prt. 323c; ἀ. γλώσσης by word of mouth, Hdt.1.123 (but also, from hearsay, A.Ag. 813);

    ἀ. στόματος Pl.Tht. 142d

    ; ἀπ' ὄψεως at sight, Lys.16.19; ἀ. χειρὸς λογίζεσθαι on your fingers, Ar.V. 656;

    πεύθομαι δ' ἀπ' ὀμμάτων νόστον A.Ag. 988

    ; ὀμμάτων ἄπο in the public gaze, E.Med. 216;

    ἀ. τοῦ κυάμου ἄρχοντας καθίστασθαι X.Mem.1.2.9

    ;

    ἡ βουλὴ ἡ ἀ. τοῦ κυάμου Th.8.66

    , cf. IG1.9;

    τοὺς ἀ. τοῦ κυάμου δισχιλίους ἄνδρας Arist.Ath.24.3

    ; τριηράρχους αἱρεῖσθαι ἀ. τῆς οὐσίας Decr. ap. D.18.106; ἀφ' ἑαυτοῦ from oneself, on one's own account, Th.8.6, etc.;

    ἀφ' ἑαυτοῦ γνώμης Id.4.68

    ; ἀ. συνθήματος, ἀ. παραγγέλματος, by agreement, by word of command, Hdt.5.74, Th.8.99; ἀ. σάλπιγγος by sound of trumpet, X.Eq.Mag.3.12 (s.v.l.); ἐπίτροπος ἀ. τῶν λόγων, = Lat. procurator a rationibus, Ann.Epigr..1913.143a (Ephesus, ii A. D.).
    7 of the object spoken of, τὰ ἀ. τῆς νήσου οἰκότα ἐστί the things told from or of the island.., Hdt.4.195, cf. 54, 7.195;

    νόμος κείμενος ἀ. τῶν τεχνῶν Ar.Ra. 762

    .
    B in Arc., Cypr., ἀπύ takes dat., ἀπὺ τᾷ [ἁμέρᾳ] IG5(2).6 ([place name] Tegea);

    ἀπὺ τᾷ ζᾷ Inscr.Cypr.135.8

    H. ([place name] Idalion).
    2 in later Greek ἀπό is found c. acc., PLond.1.124.30 (iv/v A. D.).
    C in Hom. frequent with Verbs in tmesi, as Il.5.214, etc., and sts. in Prose, as Hdt.8.89.
    1 asunder, as ἀποκόπτω, ἀπολύω, ἀποτέμνω: and hence, away, off, as ἀποβάλλω, ἀποβαίνω; denoting, remoual of an accusation, as ἀπολογέομαι, ἀποψηφίζομαι.
    2 finishing off, completing, ἀπεργάζομαι, ἀπανδρόω, ἀπανθρωπίζω, ἀπογλαυκόω.
    3 ceasing from, leaving off, as ἀπαλγέω, ἀποκηδεύω, ἀπολοφύρομαι, ἀποζέω, ἀπανθίζω, ἀφυβρίζω.
    4 back again, as ἀποδίδωμι, ἀπολαμβάνω, ἀπόπλους: also, in full, or what is one's own, as ἀπέχω, ἀπολαμβάνω: freq. it only strengthens the sense of the simple.
    5 by way of abuse, as in ἀποκαλέω.
    6 almost = ἀ- priv.; sts. with Verbs, as ἀπαυδάω, ἀπαγορεύω; more freq. with Adjectives, as ἀποχρήματος, ἀπότιμος, ἀπόσιτος, ἀπόφονος.
    E ἄπο, by anastrophe for ἀπό, when it follows its Noun, as

    ὀμμάτων ἄπο S.El. 1231

    , etc.; never in Prose.
    2 ἄπο for ἄπεστι, Semon.1.20, Timocr.9.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπό

См. также в других словарях:

  • ἀρσενικοῦ — ἀρσενικόν yellow orpiment neut gen sg ἀρσενικός masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σανδαράκη — και σανδαράχη, η, ΝΜΑ 1. εύθρυπτη, σχετικά αρωματική ημιδιαφανής ρητίνη, που διατίθεται υπό μορφή ωχροκίτρινων κόκκων, λαμβάνεται από τα δένδρα τετρακλινίς και καλλιτρίς και χρησιμοποιείται, σήμερα, στην βιομηχανία χρωμάτων, στην φαρμακοποιία… …   Dictionary of Greek

  • παρθενογένεση — Ειδικός τρόπος γενετήσιας αναπαραγωγής, που συνίσταται στην ανάπτυξη του ωαρίου χωρίς τη γονιμοποίηση. Η π. χαρακτηρίζεται ως υποτυπώδης όταν το μη γονιμοποιημένο ωάριο αρχίζει τον μερισμό, αλλά δεν ξεπερνά τα πρώτα στάδια της εμβρυϊκής… …   Dictionary of Greek

  • ημιαγωγοί — Ύλες που έχουν ηλεκτρική αγωγιμότητα μικρότερη από εκείνη των μετάλλων, αλλά όχι τόσο χαμηλή όπως στην περίπτωση των μονωτών. Η θεωρία της αγωγιμότητας ταξινομεί ως η. τις ύλες εκείνες, στις οποίες η ενεργειακή διαφορά στάθμης μεταξύ γειτονικών… …   Dictionary of Greek

  • ζώο — Έμψυχο που διακρίνεται από το φυτό συνήθως με τους εξής χαρακτήρες: παρουσιάζει ερεθιστικότητα, που του επιτρέπει να αντιδρά με ταχύτητα στα διάφορα ερεθίσματα, και κινητικότητα, λειτουργίες που οφείλονται στην παρουσία ενός εκτεταμένου νευρικού… …   Dictionary of Greek

  • κατσαρίδα — Κοινή ονομασία διαφόρων εντόμων της οικογένειας των βλαττιδών, της τάξης των δικτυοπτέρων. Οι κ. ποικίλλουν σε μέγεθος, έχουν πεπιεσμένο σώμα, μακριές και συχνά νηματόμορφες κεραίες, χαρακτηριστικό μασητικό στοματικό σύστημα, πόδια που τις… …   Dictionary of Greek

  • μονόδους — (monodon monocerus). Θηλαστικό της οικογένειας των δελφιναπτερίδων. Αναφέρεται και ως μ. ο μονόκερος. Το μήκος του θηλυκού φτάνει τα 5 μ. και του αρσενικού τα 6. Το βάρος τους φτάνει πολλές φορές τον ένα τόνο. Το κεφάλι τους είναι στρογγυλό και… …   Dictionary of Greek

  • ο — (I) ) ὅ (Α) (αρσ. τής αναφ. αντων., αντί ὅς) βλ. ος, η, ο. (II) ὅ (Α) (ουδ. τής αναφ. αντων.) βλ. ος, η, ο. (III) ὄ ὄ ὄ (Α) σχετλιαστικό επιφώνημα. η, το (ΑΜ ὁ, ἡ τό, Α δωρ. τ. θηλ. ἁ) Ι. ΚΛΙΣΗ: Α (στον εν.) 1. (γεν. τού, τής, τού (τοῡ, τῆς, τοῡ) …   Dictionary of Greek

  • ψήν — ηνός, ο, ΝΑ (λόγιος τ.) έντομο που αναπτύσσεται μέσα στον καρπό τής αγριοσυκιάς ή στο άνθος τού αρσενικού φοίνικα και με τη βοήθεια τού οποίου γίνεται η γονιμοποίηση τού καρπού τής ήμερης συκιάς ή τού φοίνικα νεοελλ. είδος σκνίπας αρχ. ο καρπός… …   Dictionary of Greek

  • εντομοκτόνα — Χημικά προϊόντα για την καταπολέμηση των βλαβερών εντόμων. Ανάλογα με τον τρόπο που δρουν πάνω στα έντομα, τα ε. διαιρούνται σε τέσσερις ομάδες. Στην πρώτη, περιλαμβάνονται στομαχικά δηλητήρια, τα οποία εισέρχονται στον οργανισμό από το στόμα και …   Dictionary of Greek

  • μηνουρίδες — (Menurides). Οικογένεια στρουθιόμορφων πτηνών μήκους 60 ώς 90 εκ., στην οποία ανήκει το πουλί μίνουρος. Η ουρά του αρσενικού αποτελείται από 16 φτερά, από τα οποία τα εξωτερικά, που είναι και τα πιο μεγάλα, είναι καμπυλωτά, ενώ τα μεσαία είναι… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»