-
1 αρρυθμία
ἀρρυθμίᾱ, ἀρρυθμίαwant of rhythm: fem nom /voc /acc dualἀρρυθμίᾱ, ἀρρυθμίαwant of rhythm: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————ἀρρυθμίαι, ἀρρυθμίαwant of rhythm: fem nom /voc plἀρρυθμίᾱͅ, ἀρρυθμίαwant of rhythm: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 αρρυθμια
-
3 ἀρρυθμία
Βλ. λ. αρρυθμία -
4 ἀρρυθμίᾳ
Βλ. λ. αρρυθμία -
5 αρρυθμία
η1) несоразмерность, непропорциональность; асимметрия; 2) аритмичность; 3) мед. аритмия -
6 ἀρρυθμία
ἀρρυθμ-ία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀρρυθμία
-
7 ἀῤῥυθμία
ἀῤ-ῥυθμία, Mangel an Rhythmus, an Übereinstimmung -
8 αρρυθμία
uyumsuzluk, düzensizlik -
9 αρρυθμία
arythmie -
10 αρρυθμίας
ἀρρυθμίᾱς, ἀρρυθμίαwant of rhythm: fem acc plἀρρυθμίᾱς, ἀρρυθμίαwant of rhythm: fem gen sg (attic doric aeolic) -
11 ἀρρυθμίας
ἀρρυθμίᾱς, ἀρρυθμίαwant of rhythm: fem acc plἀρρυθμίᾱς, ἀρρυθμίαwant of rhythm: fem gen sg (attic doric aeolic) -
12 αρρυθμίαι
ἀρρυθμίαwant of rhythm: fem nom /voc plἀρρυθμίᾱͅ, ἀρρυθμίαwant of rhythm: fem dat sg (attic doric aeolic) -
13 ἀρρυθμίαι
ἀρρυθμίαwant of rhythm: fem nom /voc plἀρρυθμίᾱͅ, ἀρρυθμίαwant of rhythm: fem dat sg (attic doric aeolic) -
14 αρρυθμίαν
-
15 ἀρρυθμίαν
-
16 ἀν-αρμοστία
ἀν-αρμοστία, ἡ, das Nichtzusammenpassen, Unangemessenheit, Ggstz von ἁρμονία, Plat. Phaed. 93 e; neben ἀῤῥυϑμία Rep. III, 401 a.
-
17 ἐπι-τρέχω
ἐπι-τρέχω (s. τρέχω), aor. ἐπέδραμον, selten ἐπέϑρεξα, Il. 13, 409, perf. ἐπιδεδράμηκα, p. ἐπιδέδρομα (s. unten), 1) herzu-, herbeilaufen, sowohl zur Hülfe, als zum Angriff, Il. 4, 524. 18, 527 u. öfter; ἐπιδραμὼν πάντα τὰ διδόμενα ἐδέκετο Her. 3, 135, hastig zugreifend, begierig; ἐπιδραμὼν οὕτως εὐϑύς Plat. Legg. VII, 799 c; vgl. Dem. 27, 56. 29. 48, hastig Etwas zu erlangen suchend; φύλακας, οἷς ἐπέδραμον, διέφϑειραν, auf welche sie stießen, Thuc. 4, 32; ἐπὶ τὰ ἔξω 104. – Dah. χὠρην, χὠμας, durchstreifen u. plündern, Her. 8, 23. 32; Pol. u. a. Sp. Auch = ergreifen, befallen, ψυχὴν ἐπιδέδρομε λήϑη Ap. Rh. 1, 645. So kann man auch Soph. Ant. 585 erkl., ὅταν Θρῄσσαισιν ἔρεβος ὕφαλον ἐπιδράμῃ πνοαῖς, Schol. ἀντὶ τοῦ ἐκ βάϑους κινήσῃ τὴν ϑάλατταν, das Meeresdunkel durchstürmt. – Bei Homer unterschied Aristarch ἐπιτρέχειν und διώκειν, wo von Verfolgung die Rede ist; διώκειν heiße Jemanden verfolgen, welcher sich verfolgt weiß, ἐπιτρέχειν dagegen Jemanden, der nicht weiß, daß er verfolgt werde, s. Scholl. Aristonic. Iliad. 10, 354. 359, Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 127. – 2) nachlaufen, nachrollen, ἅρματα ἵπποις ἐπέτρεχον Il. 23, 504. – 3) darüber hinlaufen, streifen, ἀσπὶς ἐπιϑρέξαντος ἄυσεν ἔγχεος Il. 13, 409, sich darüber hin verbreiten, λευκὴ ἐπιδέδρομεν αἴγλη Od. 6, 45; Arat. 80; κακὴ ἐπιδέδρομεν ἀχλύς Od. 20, 357; auch c. dat., λεπτὸν ἐπιδέδρομε νυκτὶ φέγγος Ap. Rh. 2, 670; εἴ τί οἱ ἔρευϑος ἐπιτρέχει Arat. 834; auch = überlaufen, τὴν σύριγγα τῇ γλώττῃ Alciphr. 3, 12; τοῖς χείλεσι τοὺς καλάμους Long. 1, 24; τῷ πλήκτρῳ τὰς χορδάς Ath. IV, 139 e; Sp. = sich an einem Gegenstande zeigen, ἰταμοῦ ἤϑους σημεῖα τοῖς εἴδεσι τῶν γυναικῶν ἐπιτρέχει Plut.; körperlich, μείοσι μὲν λυγκῶν ἐπιδέδρομε ῥινὸς ἐρευϑής, μείζοσι δὲ κροκόεν τε ϑεείῳ τ' εἴκελον ἄνϑος Opp. Cyn. 3, 94; τῷ δὴ μήλων ἐπιδέδρομεν ὀδμή Hermipp. Ath. I, 29 e; von der Rede, ἐπιτρέχουσα τῇ λέξει ἀῤῥυϑμία ib. V, 189 c; – τοῖς ϑήλεσι, sich begatten, Plut. sol. an. 9. – In der Rede schnell durchlaufen, kurz abhandeln, ἐπιδεδράμηται Xen. Oec. 15, 1; μικρὰ ἐπιδραμοῦμαι περὶ αὐτῶν Dem. 17, 19, περί τινος, wie Isocr.; Sp. auch λόγῳ τι, Luc.
-
18 ἀρυσμίη
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀρυσμίη
-
19 ἀχαριστία
ἀχᾰριστ-ία, ἡ,A ingratitude, X.Cyr.1.2.7;εἰς ἀ. ἄγειν D.18.316
: in pl.,ἀχαριστίαι πρὸς ἀνθρώπους Phld.Herc.1251.10
; ὀλιγωρίας καὶ ἀ. ib.1457.9.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀχαριστία
См. также в других словарях:
ἀρρυθμία — ἀρρυθμίᾱ , ἀρρυθμία want of rhythm fem nom/voc/acc dual ἀρρυθμίᾱ , ἀρρυθμία want of rhythm fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρρυθμίᾳ — ἀρρυθμίαι , ἀρρυθμία want of rhythm fem nom/voc pl ἀρρυθμίᾱͅ , ἀρρυθμία want of rhythm fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρρυθμία — η (AM ἀρρυθμία) [άρρυθμος] η έλλειψη ρυθμού ή αρμονίας … Dictionary of Greek
αρρυθμία — η ασυμμετρία, διαταραχή: Τον τελευταίο καιρό υποφέρει από καρδιακή αρρυθμία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αρρυθμία, καρδιακή — Παθολογικό φαινόμενο που εμφανίζεται όταν η συχνότητα και η διαδοχή των παλμών της καρδιάς δεν είναι κανονικές. Η κ.α. είναι αποτέλεσμα διαταραχής της παραγωγής και της αγωγής του νευρικού ερεθίσματος που επιδρώντας στις μυϊκές ίνες της καρδιάς… … Dictionary of Greek
ἀρρυθμίας — ἀρρυθμίᾱς , ἀρρυθμία want of rhythm fem acc pl ἀρρυθμίᾱς , ἀρρυθμία want of rhythm fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρρυθμίαι — ἀρρυθμία want of rhythm fem nom/voc pl ἀρρυθμίᾱͅ , ἀρρυθμία want of rhythm fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρρυθμίαν — ἀρρυθμίᾱν , ἀρρυθμία want of rhythm fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Аритмия (искусство) — Аритмия в орнаментальных витражах Нотр Дам де Пари … Википедия
καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… … Dictionary of Greek
Аритмия — Эта статья о медицинском диагнозе. Статья о творческом методе в области искусства см. Аритмия в искусстве. Аритмия … Википедия