-
1 αρυσμίη
-
2 ἀρυσμίη
-
3 ἀρυσμίη
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀρυσμίη
См. также в других словарях:
ἀρυσμίη — fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 αρυσμίη
2 ἀρυσμίη
3 ἀρυσμίη
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀρυσμίη
ἀρυσμίη — fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)