-
41 перескакивать
перескакиватьнесов, перескочить сов1. ὑπερπηδώ·2. черен. πηδώ, περνώ ἀπότομα:\перескакивать с одной темы на другую πηδῶ ἀπό ἕνα θέμα σέ ἄλλο. -
42 подскочить
подскочитьсов1. см. подскакивать 2·2. (подбежать) προστρέχω, πλησιάζω, τρέχοντας·3. перен (резко подниматься \подскочить о ценах и т. п.) ἀνεβαίνω ἀπότομα. -
43 рвануться
рвану́||тьсяόρμῶ, ρίχνομαι, ξεκινώ ἀπότομα -
44 шарахаться
шарахатьсянесов, шарахнуться сов разг παραμερίζω ἀπότομα, ρίχνομαι στήν μπάντα. -
45 αποτομάς
-
46 ἀποτομάς
-
47 abruptly
adverb απότομα -
48 curtly
adverb απότομα -
49 go off at a tangent
(to go off suddenly in another direction or on a different line of thought, action etc: It is difficult to have a sensible conversation with her, as she keeps going off at a tangent.) αλλάζω απότομα θέμα -
50 gruffly
adverb απότομα -
51 harshly
adverb τραχιά,σκληρά,απότομα -
52 jam on
(to put (brakes etc) on with force and haste: When the dog ran in front of his car he jammed on his brakes and skidded.) πατώ απότομα -
53 jerky
adjective (jerking; full of jerks: a jerky movement; a jerky way of speaking.) απότομα, με τραντάγματα, σπασμωδικός -
54 offhandedly
adverb απότομα -
55 rap
-
56 rowdily
adverb απότομα -
57 short
[ʃo:t] 1. adjective1) (not long: You look nice with your hair short; Do you think my dress is too short?) κοντός2) (not tall; smaller than usual: a short man.) κοντός3) (not lasting long; brief: a short film; in a very short time; I've a very short memory for details.) σύντομος4) (not as much as it should be: When I checked my change, I found it was 20 cents short.) λειψός,λιγότερος5) ((with of) not having enough (money etc): Most of us are short of money these days.) στερούμενος(χρημάτων)6) ((of pastry) made so that it is crisp and crumbles easily.) σφολιάτα2. adverb1) (suddenly; abruptly: He stopped short when he saw me.) απότομα2) (not as far as intended: The shot fell short.) λίγο παραπέρα•- shortage
- shorten
- shortening
- shortly
- shorts
- shortbread
- short-change
- short circuit
- shortcoming
- shortcut
- shorthand
- short-handed
- short-list 3. verb(to put on a short-list: We've short-listed three of the twenty applicants.) βάζω(υποψήφιο)στον τελικό κατάλογο επιλογής- short-range
- short-sighted
- short-sightedly
- short-sightedness
- short-tempered
- short-term
- by a short head
- for short
- go short
- in short
- in short supply
- make short work of
- run short
- short and sweet
- short for
- short of -
58 skyrocket
-
59 slam
[slæm] 1. past tense, past participle - slammed; verb1) (to shut with violence usually making a loud noise: The door suddenly slammed (shut); He slammed the door in my face.) χτυπώ απότομα,βαρώ2) (to strike against something violently especially with a loud noise: The car slammed into the wall.) βροντώ,χτυπώ,πέφτω με δύναμη2. noun((the noise made by) an act of closing violently and noisily: The door closed with a slam.) βροντός -
60 slump
1. verb1) (to fall or sink suddenly and heavily: He slumped wearily into a chair.) σωριάζομαι2) ((of prices, stocks, trade etc) to become less; to lose value suddenly: Business has slumped.) πέφτω απότομα,κατρακυλώ2. noun1) (a sudden fall in value, trade etc: a slump in prices.) πτώση,ύφεση2) (a time of very bad economic conditions, with serious unemployment etc; a depression: There was a serious slump in the 1930s.) οικονομική κρίση
См. также в других словарях:
ἀποτομᾷ — ἀποτομή cutting off fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπότομα — ἀπότομος cut off neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Πολωνία — Κράτος της Κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Δ με τη Γερμανία και την Τσεχία, στα ΒΑ με τη Ρωσία και τη Λιθουανία, στα Α με τη Λευκορωσία και την Ουκρανία στα Ν με τη Σλοβακία, ενώ βρέχεται στα Β από τη Βαλτική θάλασσα.H Πολωνία καταλαμβάνει, στη… … Dictionary of Greek
λαίλαπα — Ισχυρός άνεμος που αρχίζει και σταματά απότομα, αφού πνεύσει για σχετικά μικρό χρονικό διάστημα. Συνήθως η απότομη αύξηση της δύναμης του ανέμου συνοδεύεται και από απότομη αλλαγή της διεύθυνσής του περίπου κατά 90° προς τα δεξιά στο βόρειο… … Dictionary of Greek
ρήνος — (Rhein γερμανικά, Rhin γαλλικά, Rijn ολλανδικά). Ποταμός της κεντρικής Ευρώπης, που έχει συνολικό μήκος 1326 χλμ. και λεκάνη απορροής 225.000 τ. χλμ. Ο Ρ. είναι ένας από τους μεγαλύτερους και σημαντικότερους ποταμούς της Ευρώπης, φορέας… … Dictionary of Greek
Αφρική — Μία από τις πέντε ηπείρους. Βρίσκεται στο ανατολικό ημισφαίριο, στα νότια της Ευρώπης και στα δυτικά της Ασίας. Μολονότι αποτελεί μέρος, μαζί με την Ευρώπη και την Ασία, της Αρχαίας Ηπείρου, η απέραντη αυτή ήπειρος διαφέρει ουσιαστικά από αυτές,… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… … Dictionary of Greek